Με το έμπα της ακαδημαϊκής χρονιάς 1960-1961 ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών οργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη στην Λέσχη των Φιλελευθέρων, στην Οδό Χρήστου Λαδά στην Αθήνα.
Μαθητής της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου τότε, σαν να λέμε της τρίτης τάξης του Λυκείου σήμερα, ετοιμαζόμενος για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου παράλληλα, πληροφορήθηκα για την εκδήλωση και τα σε αυτήν διατρέξαντα από δύο πηγές: από την προδικτατορική εφημερίδα “Η Αυγή” την οποία διάβαζα καθημερινά, και από την “Πανσπουδαστική” (δημιούργημα των προχωρημένης κοινωνικοπολιτικής αφετηρίας φοιτητών και σπουδαστών με κύρος ευρύτερο) της οποίας, εκτός από αναγνώστης, ήμουν και ενεργών για την πλατειά της κυκλοφορία στους μαθητές και τις μαθήτριες του Γυμνασίου της Νέας Φιλαδέλφειας και γενικότερα, αλλά και αργότερα ως σπουδαστής της Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ένας εκ των συντακτών της.
Ήταν λοιπόν το βράδυ της 5ης Οκτωβρίου του 1960, που την γεμάτη ενθουσιώδη νιάτα αίθουσα πλημμύρισαν οι αδροί, ζεστοί λαϊκοί ήχου του “Επιτάφιου”. Η ίδια ετούτη αίθουσα όταν σείστηκε από τις επευφημίες δεν το έκανε μόνο για τον Μίκη Θεοδωράκη – σημειώνεται στην “Πανσπουδαστική” – το έκανε στον οραματισμό και στην πίστη μιας αναγέννησης της Ελληνικής Μουσικής.
Ο μουσικολόγος και μουσικοκριτικός Φοίβος Ανωγειανάκης, που ήταν ο πρώτος ομιλητής έκαμε μια βιογραφική εξιστόρηση συνδεδεμένη με την δημιουργική εργασία του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Μια φράση του Μάνου Χατζηδάκη, του επόμενου ομιλητή, πρέπει νομίζω να βρει τη θέση της εδώ: ο Μίκης Θεοδωράκης, είπε, “… έδωσε μια σειρά τραγουδιών που είναι πρότυπα για τους συνθέτες λαϊκής μουσικής…”.
Έλκοντας την καταγωγή του από τα Χανιά, ο Μίκης Θεοδωράκης, γεννημένος το 1925, ήρθε από μικρός σ’ επαφή με το δημοτικό τραγούδι και το βυζαντινό μέλος. Ο Κρητικός πατέρας του τραγουδούσε ριζίτικα, η Μικρασιάτισσα μητέρα του πολίτικα και σμυρνέικα κι η γιαγιά του έψελνε τροπάρια βυζαντινά.
Ανεβαίνοντας στο βήμα της εκδήλωσης ο Μίκης Θεοδωράκης μίλησε για την ανάγκη της άμεσης, της απευθείας επαφής του καλλιτέχνη με όλο τον λαό.
Για το μπουζούκι είπε πως “είναι για την Νεοελληνική μουσική ό,τι η κιθάρα για τα Σπανιόλικα φλαμίγκος, οι μπαλαλάικες για τα Ρώσσικα τραγούδια και το ακκορντεόν για τα Παριζιάνικα βαλσάκια”. Είναι από μια άποψη – συμπλήρωσε – “το σύγχρονο εθνικό λαϊκό όργανο”.
Σε άλλο σημείο τόνισε ο Μίκης Θεοδωράκης: “Πιστεύω πως οι δύο ωραιότερες μελωδίες της Νεοελληνικής μας μουσικής είναι η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ και το ‘Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι’. Πιστεύω πως αυτά τα δύο τραγούδια θα τραγουδιούνται πάντα όσο υπάρχουν Έλληνες μαζί με τα ‘Σαράντα παλληκάρια’ και το ‘Πότε θα κάνει ξαστεριά’. Και προσθέτω για όλους τους πολέμιους – για όλους τους αντίθετους – πως αυτά τα δύο αριστουργήματα γεννήθηκαν πάνω στις χορδές του μπουζουκιού, και μόνο γι’ αυτές τις μελωδίες θα έπρεπε να το βάλουμε μέσα σε μια γυάλινη θήκη και να το μνημονεύουμε”.
Και κάτι τελευταίο απ’ όσα είπε ο Μίκης Θεοδωράκης στην Λέσχη των Φιλελευθέρων στις 5 Οκτωβρίου 1960 θα ήθελα να καταγράψω εδώ:
“Όλη η δημοτική μας μουσική ξεχειλίζει από βαρειές, σπαρακτικές, ελεγειακές μελωδίες που λες και κυκλοφορούν στις φλέβες του λαού. Πάρτε τα ηπειρώτικα, πάρτε τα σμυρνιώτικα, πάρτε τα μανιάτικα μοιρολόγια, τα μωραΐτικα τραγούδια της τάβλας και τα δικά μας ριζίτικα. Δεν είναι αυτά τραγούδια που γαργαλούνε και που χαϊδεύουν, μόνο είναι μαχαιριές γλυκές που μας θυμίζουν τους αγώνες, το ριζικό μας, την δύναμη της Ελληνικής ψυχής. Τέτοια τραγούδια βαριά, μακρόσυρτα, απελπισμένα γράφουν οι πέντε σημαντικώτεροι συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Κι’ αυτά τα τραγούδια ανάβουν – όπως οι πυρκαϊές στα ξερά δάση – όλους τους Έλληνες. Ποια άλλη απόδειξη θέλουμε για να πεισθούμε πως μέσα στα τραγούδια αυτά ο λαός μας αναγνώρισε την ίδια του την ψυχή;”
Προσθέτω ακόμη πως η “Πανσπουδαστική” (Φύλλο 25, 8 Δεκεμβρίου 1960, Σελ. 4) – προχωρώντας πιο πέρα από την αντικειμενική καταγραφή των διατρεξάντων στην Λέσχη των Φιλελευθέρων, που έκανε η εφημερίδα “Η Αυγή” (Φύλλα 6, 7 και 8 Οκτωβρίου 1960) – υιοθετούσε την άποψη κατά την οποία: “Από τις δύο εκτελέσεις του ‘Επιτάφιου’ λαικώτερη, δηλαδή πιο αυθόρμητη, γνήσια, η εκτέλεση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που έχει μια φωνή πολύ ζεστή και πειστική. Στο κάτω-κάτω τ’ ομολογεί κι’ ο Μάνος Χατζιδάκης πως η δική του εκτέλεση με την δίδα Μούσχουρη είναι ‘λυρικώτερη’. Αναμφισβήτητα όμως μπορεί κι’ αυτή να συγκινήσει πλατειά λαϊκά στρώματα, έξω από εκείνους που είναι τόσο πολύ γοητευμένοι από την δυναμική προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη”.
Κώστας Π. Παντελόγλου
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013