Εκείνο τον καιρό που οι ανήσυχοι νέοι του ’60 διεκδικούσαμε στους δρόμους την Δημοκρατία στην Ελλάδα με έμβλημα και ιαχή το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, το 1-1-4 δηλαδή, το καλό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών “Επιθεώρηση Τέχνης” κυκλοφόρησε το Τεύχος 87-88 Μάρτιος-Απρίλιος 1962 ως αφιέρωμα στο θέμα “Οι Πνευματικοί Άνθρωποι στην Εθνική Αντίσταση”.
Εκατοντάδες πυκνοτυπωμένες σελίδες, οι συντριπτικά περισσότερες με δίστηλο κείμενο, συνοδευόμενες από φωτογραφίες, ξυλογραφίες κά. συγκροτούσαν το αφιέρωμα τούτο. Μια πλειάδα οι εκλεκτοί οι συντελέσαντες για να μεταλάβουμε τότε – και με αυτό τον τρόπο – των αχράντων μυστηρίων του Μεγάλου Σηκωμού της Κατοχής εμείς οι ανήσυχοι νέοι του ’60.
Στο τεύχος αυτό της “Επιθεώρησης Τέχνης” και το κείμενο του Χρυσόστομου Γανιάρη για την εκδοτική δραστηριότητα τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής – όπου καταρχήν σημείωνε τα ακόλουθα:
“… οι Αθηναίοι … αντικατάστησαν αμέσως τον καθημερινό χαιρετισμό του “Καλημέρα” με το “Καλή Λευτεριά”. Ποιος έδωσε το σύνθημα; Ποιος άλλος από την άμετρη αγάπη του Έλληνα στην πατρίδα, στην λευτεριά και στην αντίστασή του στην βία και στην αδικία; Από την ίδια μέρα κιόλας ο καθένας μας, που δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό του πως μπορούσε να νικήσει η βία και η αδικία, άρχισε να συλλογιέται και να ετοιμάζει την αντίστασή του, παθητική στην αρχή, πιο δραστήρια αργότερα, όσο περνούσε ο καιρός και εξακολουθούσε χειροτερεύοντας η σκλαβιά.
Μιας τέτοιας μορφής και σημαντική αντίσταση ήταν και η εκδοτική. Οι συνθήκες τότε της ζωής: η αναδουλειά, ο περιορισμός στο σπίτι, οι ατέλειωτες νύχτες, ήταν ευνοϊκές για το διάβασμα, όχι όμως και για την έκδοση βιβλίων, με το λίγο και άσχημο χαρτί, με τους αδυνατισμένους εργάτες, με τα παρακολουθούμενα τυπογραφεία και τις λογοκρισίες. Έτσι κάθε βιβλίο της εποχής εκείνης ήταν αντίσταση, ήταν ο αχός της αιώνιας ελληνικής φωνής, ήταν η παρουσία της αθάνατης ελληνικής σκέψης. Κάθε βιβλίο τότε, και το πιο αδιάφορο, μπορούσε να παρεξηγηθή από τους κατακτητές … και είχε τους κινδύνους του”.
Στο εν λόγω κείμενό του ο Χρυσόστομος Γανιάρης από τα βιβία που τυπωθήκανε μέσα στην Γερμανική Κατοχή κατέγραψε τα κυριότερα λογοτεχνικά κατατάσσοντάς τα στις εξής κατηγορίες: 1) Ποιητικά – 2) Διηγήματα και Μυθιστορήματα – 3) Ιστορικά και Βιογραφικά – 4) Δοκίμια, Κριτικές και Μελέτες – 5) Ταξίδια, Λαογραφία, Θέατρο – 6) Μεταφράσεις.
Αναφέρθηκε σ’ αυτό του το κείμενο ο Χρυσόστομος Γανιάρης και στα χειρόγραφα βιβλία που κυκλοφόρησαν κρυφά, χέρι με χέρι, γραμμένα και στολισμένα με ξυλογραφίες από τον Σπύρο Βασιλείου – πρόκειται για τα “Ακριτικά” του Άγγελου Σικελιανού (που ξανατυπώθηκε στο Κάιρο, όπου έφτασε μυστικά, από μια ομάδα φίλων με επικεφαλής τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη), το “Μεσ’ από τα τείχη” του Σωτήρη Σκίπη και την “Δρακογενιά” του Άγι Θέρου. Σελίδες των δύο πρώτων πλαισιώνουν το κείμενο του Χρυσόστομου Γανιάρη, με το οποίο συν τοις άλλοις πληροφορεί ότι: 1) ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου με θέμα “Ο θρήνος των Καλαβρύτων” είχε την ατυχία να ανακαλυφθεί από τους Γερμανούς και να κατασχεθούν τα ξύλα της μαζί με όλο το τυπογραφείο – 2) ο Σπύρος Βασιλείου κυκλοφόρησε για τον γιορτασμό της 25ης Μαρτίου 1943 μια ξυλογραφία με το τετράστιχο του Σικελιανού
Τα χελιδόνια του θανάτου σου μηνάν μιαν άνοιξη καινούργια, Ελλάδα
κι’ από τον τάφο σου γιγάντια γέννα.
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω σου·
ακόμα λίγο κι’ ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα
– 3) ο Σπύρος Βασιλείου με την συνεργασία του ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη κυκλοφόρησαν είκοσι και πλέον χειρόγραφα με θέματα από την Ελληνική φιλολογία,
π.χ.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγόν δουλείας ας έχωσι.
Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία
(σε 20-50 αντίτυπα), αλλά και κεραμικά του Μαρουσιού (κανάτια, τασάκια του τσιγάρου, κά.) με συνθήματα: “Έχει ο καιρός γυρίσματα”, “Ακόμα τούτη την Άνοιξη…”, “Και τούτος ο ανήφορος κατήφορο θα φέρει” κ.ο.κ.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του γραφτού, που θα δει και αυτό το φως της δημοσιότητας εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” αύριο, θα σημειώσω μερικά έστω βιβλία που τυπωθήκανε μέσα στην Γερμανική Κατοχή και αναφέρει στο κείμενό του ο Χρυσόστομος Γανιάρης (όπως τα αναφέρει).
Κώστας Π. Παντελόγλου