Με δυο γραφτά τον προπερασμένο μήνα εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, στις 16 και 17 Οκτωβρίου 2013, ξεκαθάρισα νομίζω το πώς αντιλαμβάνομαι το θέμα: “Οι Οικοδόμοι στην Ελλάδα (και το Κίνημά τους)” – και σημείωνα ότι σκέφτομαι, από τον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, με ορισμένα γραφτά να προσπαθήσω στην κατεύθυνση που εκεί διατύπωσα.
Στο γραφτό λοιπόν, που σήμερα θα δει το φως της δημοσιότητας, προσκομίζω υλικό που συνδέει τους οικοδόμους στην Ελλάδα (και το κίνημά του) με δύο πράγματα: πρώτο, την ανέγερση των Ανακτόρων του Όθωνος στην Αθήνα (της Βουλής των Ελλήνων δηλαδή) και δεύτερο την ίδρυση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Το υλικό που προσκομίζω περιλαμβάνεται σ’ ένα άρθρο του Ακαδημαϊκού Α.Χ. Βουρνάζου, που δημοσιεύθηκε σε πρωινή εφημερίδα των Αθηνών, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Ας το διαβάσουμε με προσοχή, και από την σκοπιά που εξετάζουμε τα πράγματα:
“Ότε, μετά την εγκατάστασιν των Αθηνών ως πρωτευούσης του αρτιφανούς Βασιλείου τω 1834 και την εν αυταίς εγκατάστασιν του Όθωνος, ήρξατο συν τοις άλλοις διερευνωμένη η πνευματική και τεχνική στάθμη των απελευθέρων, το προελθόν συμπέρασμα υπήρξε θλιβερόν. Επί της γης εκείνης αφ’ ης εξεπήγασεν άλλοτε μεγαλουργόν το ανθρώπινον πνεύμα, κατέκειντο μνήμονα της ποτέδόξης τα αθάνατα υλικά λείψανα και συν αυτοίς όσα η πολυχρόνιος σκοτία είχε παραγάγει πνευματικά ερείπια. Τους τελευταίους του Βυζαντίου πυρσούς είχεν η (Οθωμανική) δεσποτεία αποσβέση, ό,τι δ’ εκ των γραμμάτων και της ιστορίας απέμεινεν είχε διασωθή δια μόνης της θρησκείας και της προς αυτήν ακραδάντου των Ελλήνων πίστεως. Ως προς δε τας τέχνας ωραίας τε και βαναύσους, αι μεν πρώται κατ’ εμπειρίαν μεταδιδόμεναι από γενεάς εις γενεάν υπέστησαν βαθμιαίαν κατάπτωσιν, αι δ’ άλλαι κατ’ αντιμίμησιν εκμανθανόμεναι ησκούντο υπό τεχνιτών αυτοδιδάκτων και αυτοσχεδίων, οίτινες είχον άμα βαθέως επηρεασθή υπό της αρρύθμου ανατολικής τεχνοσύνης.
Ότε δε μετά την λύσιν της βαρείας αχλύος, ην η μακραίων δουλεία είχε σωρεύσει εν τω στερεώματι, ήρχισε διαφώσκων ο γλαυκός ουρανός της Χώρας, τότε επεφάνη δεινόν το μέγεθος της επισυμβάσης συμφοράς.
Το έργον της περισυλλογής και ανοικοδομήσεως προσέκοπτε προς συνεχείς δυσκολίας ένεκα της εν τω τόπω σπάνεως εμπείρων χειροτεχνών· και εφ’ όσον μεν προέκειτο περί μικρών πραγμάτων τα πράγματα διηυθετούντο οπωσδήποτε εκ των ενόντων. Ευθύς όμως ως ανελήφθη η εκτέλεσις μεγάλου και πρωτοφανούς δια την αναγεννωμένην Χώραν έργου, η έλλειψις εκείνη κατεδείχθη εν όλη τη δεινή αυτής εκτάσει.
Την δε περίπτωσιν ταύτην απετέλεσεν η οικοδόμησις των Ανακτόρων του Όθωνος, ων η κατάθεσις του θεμελίου λίθου εγένετο κατ’ Ιανουάριον του 1836. Αλλ’ η αποπεράτωσις του μεγαλοπρεπούς τούτου κτιρίου, ούτινος το αρχικόν σχέδιον είχε εκπονηθή υπό του διασήμου Βαυαρού αρχιτέκτονος Φρειδερίκου φον Γκαίρτνερ, απήτησε σειράν ετών και συνήντησε κατά την εκτέλεσιν πολλάς τεχνικάς δυσκολίας.
Η εξεύρεσις μεγάλου αριθμού παντοειδών πεπειραμένων τεχνιτών υπήρξεν ευθύς εξ αρχής το σπουδαιότερον ζήτημα· επεστρατεύθησαν πάντες οι οπωσδήποτε ικανοί περί την τεκτονικήν ιδιώται, κτίσται, χρίσται, λιθοξόοι, ξυλουργοί, σιδηρείς κλπ., πλην δε τούτων συνειργάσθησαν βραδύτερον και τεχνίται στρατιωτικοί του υπό τον ταγματάρχην Σμόλτσλ λειτουργούντος εις Μύλους του Ναυπλίου Εθνικού Χυτηρίου και έτεροι εκ του εν Πόρω καθιδρυθέντος πρώτου Ελληνικού Ναυστάθμου, εν τω οποίω είχον ούτοι εξασκηθή εις διάφορα έργα υπό την επίβλεψιν διδασκάλου ικανωτάτου, του πλοιάρχου Κίρχμαγιερ.
Εν τούτοις προς αποτελείωσιν και ιδίως προς διακόσμησιν του επιβλητικού Παλατίου έφερεν εκ Μονάχου αυτοπροσώπως κατελθών εις Ελλάδα τω 1840 ο αρχιτέκτων Γκαίρτνερ πλείονας οικοδόμους και ζωγράφους εξ εκείνων οίτινες δεν υπήρχον εις τον πολυπαθή τόπον. Πλησίον δε των ειδικών τούτων τεχνιτών ηδυνήθησαν οι ημέτεροι να διδαχθώσι πολλά, είτε βοηθούντες αυτούς εις το έργον, είτε και παρακολουθούντες την παρ’ εκείνων εφαρμοζομένην τεχνικήν και δη μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε να αντικαθιστώσι ενίοτε τους διδασκάλους των.
Ο προς πληρεστέραν εαυτών κατάρτισιν πόθος και το φύσει οξύ της αντιλήψεως των αυτομαθών εκείνων Ελλήνων είχεν ελκύσει την προσοχήν πολλών εκ των πολυπείρων ξένων τεχνιτών, την βαθυτέραν όμως εντύπωσιν είχεν εμποιήσει εις τον λοχαγόν του Μηχανικού Φρειδερίκον φον Τσέντνερ εντεταλμένον εις την εποπτείαν διαφόρων τεχνικών εγκαταστάσεων και δραστηρίως συμμετέχοντα της Επιτροπείας προς εμψύχωσιν της εθνικής ελληνικής βιομηχανίας, και όστις εθεώρησε καθήκον της εν Αθήναις Κυβερνήσεως να αναλάβη αύτη την διάπλασιν του αξιολόγου εκείνου υλικού.
… Ανήρ εξαιρετικής στρατιωτικής και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως αντελήφθη ταχέως τα της καταστάσεως της απελευθερωθείσης Ελλάδος υπό τε παντοίων, αλλ’ ιδίως υπό τεχνικήν έποψιν και … εγένετο εισηγητής παρ’ αυτώ τούτω τω νεαρώ Μονάρχη της ιδέας της δημιουργίας τεχνικής εκπαιδεύσεως δια τους Έλληνας, την πραγμάτωσιν της οποίας ανελάμβανεν από του 1836 μετά πίστεως και επιμονής, ήτις κινεί σήμερον αμέριστον τον θαυμασμόν ημών και την ευγνωμοσύνην της Χώρας, την οποίαν ο εύπατρις ξένος ηγάπησε μετά τόσης ειλικρινείας.
Ούτω τη 31η Δεκεμβρίου 1836 (12 Ιανουαρίου 1837) εδημοσιεύετο Βασιλικόν Διάταγμα καθορίζον τα της εν Αθήναις συστάσεως Τεχνικού Σχολείου δι’ όσους επεθύμουν να μορφωθώσιν ως αρχιτεχνίται εις τας διαφόρους χειροτεχνίας.
Ότε βραδύτερον, κατόπιν της μεταπολιτεύσεως του 1843, ο λοχαγός φον Τσέντνερ επέστρεψεν εις Βαυαρίαν εδημοσίευσε τω 1844 εν Άουγκσμπουργκ τεύχος εξ εκατόν περίπου σελίδων υπό τον τίτλον “Το Βασίλειον της Ελλάδος υπό έποψιν βιομηχανίας και γεωργίας…”.
Το τεύχος αυτό αφεώρα κυρίως εις τα της εν τω αρτισυστάτω βασιλείω καταστάσεως του εμπορίου, της συγκοινωνίας, της βιομηχανίας, των μεταλλείων και υδάτων, ως και των γεωργικών επιχειρήσεων, τόσον από απόψεως οικονομικής όσον και εμπορικής και στατιστικής. Εν σχέσει δε προς την παρά του ιδίου δημιουργηθείσαν εν Ελλάδι πρακτικήν τεχνικήν εκπαίδευσιν αφιεροί εν σελίδι 11 σύντομον κεφάλαιον υπό τον τίτλον “Τεχνικόν Σχολείον”, το οποίον διαλαμβάνον τα του τρόπου της ιδρύσεως του τελευταίου παραθέτω ακέραιον:
“Εις την ανάπτυξιν διαφόρων τεχνών και βιομηχανιών συνετέλεσεν εις αξιοσημείωτον βαθμόν και η οικοδόμησις των Βασιλικών Ανακτόρων (1836-1842). Αλλά την μεγίστην συμβολήν δια την εν τω μέλλοντι αναζωπύρωσιν της Ελληνικής βιομηχανίας παρέσχε το υπό του γράφοντος ιδρυθέν εν Αθήναις περί το τέλος του 1836 Οικοδομικόν και Επαγγελματικόν Σχολείον κατά το υπόδειγμα του εν Μονάχω Βασιλικού Σχολείου Οικοδομικών Τεχνών, ως και του εν Λυώνι εξαιρέτου Τεχνικού Σχολείου “Λα Μαρτινέρ” – δηλαδή του μέχρι σήμερον λειτουργούντος ονομαστού Πρακτικού Σχολείου του ιδρυθέντος δια κληροδοτήματος του γενικού επιτελάρχου Κλαυδίου Μαρτέν προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομα. Εις το νεοσύστατον Σχολείον των Αθηνών εκπαιδεύονται ετησίως πλέον των 400 μαθηταί και πολλοί άλλοι φιλομαθείς, εις την ζωγραφικήν, ελευθερογραφίαν και ιχνογραφίαν, τα στοιχειώδη μαθηματικά, την πρακτικήν γεωμετρίαν και μηχανικήν, την πλαστικήν, την χημείαν των τεχνών, τας οικοδομικάς ύλας και προσέτι την ορθογραφίαν και καλλιγραφίαν.
Αξία ευγνώμονος μνείας είναι η προς το Σχολείον παρασχεθείσα βοήθεια εκ μέρους του βασιλικού Βαυαρικού συμβούλου επί των οικοδομών δόκτορος Γουσταύου Φόρχερ και της Δουκίσσης Σοφίας της Πλακεντίας δαπάναις της οποίας ανέλαβε την εν αυτώ διδασκαλίαν της ζωγραφικής ο Πέτρος Πονιρότ, μαθητής του περίφημου Γάλλου ζωγράφου Ενγκρ, άλλοτε Διευθυντού της εν Ρώμη Γαλλικής Ακαδημίας των Ωραίων Τεχνών. Η ευγενής αυτή κυρία επλούτισε προς τούτοις το γοργώς αναπτυσσόμενον Ίδρυμα δια πολλών διδακτικών εργαλείων. Οφείλω επίσης να αναφέρω ενταύθα πολλούς εκ Λυώνος φιλοτέχνους, οίτινες προσέφεραν μεγάλον αριθμόν εξαιρέτων τεχνικών έργων.
Το Σχολείον πρόκειται να αποκτήση τώρα έν ακόμα σπουδαίον Τμήμα προς συμπλήρωσιν της εν αυτώ πολυειδούς διδασκαλίας, τουτέστι το Μηχανικόν Εργαστήριον δια την εν τη πρακτική μηχανική εξάσκησιν των μαθητών.
Την ευρείαν ωφέλειαν, ην αποκομίζει ο Ελληνικός επαγγελματικός κόσμος εκ του Τεχνικού Σχολείου δύναταί τις να εκτιμήση δεόντως εάν αναλογισθή τίνες θα ώσιν οι μέλλοντες μεθοδικώς κατηρτισμένοι επαγγελματίαι εν συγκρίσει με τους σημερινούς, οίτινες ανέρχονται εις σχεδόν 16.000 αυτοδιδάκτων ατόμων. Το γε νυν έχον, εις πάσας τα πόλεις του Ελληνικού βασιλείου δύναται οιοσδήποτε να εξασκή κατά βούλησιν έν επάγγελμα, τέχνην, εμπόριον ή βιομηχανίαν. Εξαίρεσιν δ’ αποτελούσι μόνο οι υπάλληλοι της δημοσίας ασφαλείας, υγιεινής και εν γένει της κοινωνικής ευημερίας”.
Εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς διαφαίνεται η ωραία προσπάθεια του ευγενούς και αμεταλλάκτου εκείνου φιλέλληνος εις την πρωτοβουλίαν του οποίου οφείλεται αποκλειστικώς η εν Αθήναις ίδρυσις του πρώτου Τεχνικού Σχολείου του αποτελέσαντος τον προγονικόν σπόρον εξ ου εβλάστησεν ο νευρώδης Οργανισμός όστις χαρακτηρίζει το εορτάζον την πρώτην εκατονταετηρίδα του σημερινόν Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον”.
Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα “Ελεύθερον Βήμα” στις 22 Οκτωβρίου 1938.
Κώστας Π. Παντελόγλου