Καταχωρώ σήμερα το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνω, γραφτού Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, γραφτού που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα “Προσφυγικός Κόσμος” το έτος 1928.
“Εκείνο το πρωί όμως οι στεριανοί Βουρλιώτες είχαν την πλειονοψηφία κι’ ήταν οι ήρωες της ημέρας στην προκομμένη ζωή του μικρού λιμανιού. Καμμιά σαρανταριά παιδιά και παλληκάρια, άλλα με τα σαλβάρια, άλλα “φραγκοφορεμένα”, ήταν μαζεμένα εμπρός σε δυο-τρεις μπρατσέρες διπλαρωμένες στην προκυμαία. Πάρα πέρα περίμεναν αραδιασμένα τέσσερα-πέντε κάρρα, βωδάμαξες, χωρίς ζωντανά ζεμένα εμπρός τους. Τα είχαν φέρει μαζύ τους τα Βουρλιωτάκια. Τα νειόφταστα καΐκια ξεφόρτωναν μάρμαρα, μεγάλους πελεκημένους κι’ ακατέργαστους όγκους, που είχαν παραλάβει από τα Ελληνικά νησιά. Τους έδεναν με χοντρά σχοινιά με την ίδια λαχτάρα πούδεναν στα σαμάρια της γκαμήλας ή του μουλαριού την αγαπημένη σταφίδα τους για να την κουβαλήσουν από των αμπελιών τ’ αλώνια πάνω στον Βουρλά.
Κάθε κάρρο, όταν ήταν έτοιμο, το τραβούσαν καμμιά δεκαριά παιδιά τραγουδώντας εθνικά τραγούδια πούχαν μάθει στο Σχολείο. Γελαστά περήφανα να ζεύωνται οι ίδιοι με διπλή και τρίδιπλη αντοχή που την δυνάμωνε ο ενθουσιασμός του παλληκαριού των αμπελιών και του ελεύθερου αέρα. Κι’ έσερναν τα κάρρα με τ’ ακριβά μάρμαρα που θα στόλιζαν το καλορίζικο (Σχολείο) όπου θα μάθαιναν γράμματα εκείνοι και τ’ αδέρφια τους και τα παιδιά τους. Χαρούμενες ανεβοκατέβαιναν των κάρρων οι ρόδες πάνω στις άνισες πέτρες του δρόμου και μέσα στους λάκκους. Η ανθρώπινη, “χεροδύναμη” αγάπη, η ίδια ζεμένο ζωντανό – με το κορμί της – κι’ η ίδια αγωγιάτης – με το μάτι και τον φωτισμένο νου. Τα μικράκια, κουρασμένα από την αγρύπνια – είχαν ξυπνήσει αυγή-αυγή για να “κατέβουν” από την χώρα – τάβαλαν να καθίσουν πάνω στα μάρμαρα. Και ξεκίνησε η συνοδεία με φωνές: – Ζήτω η Αναξαγόρειος – Ζήτω.
Τα παλληκάρια από πατριωτισμό είχαν προτείνει στην Δημογεροντία να μεταφέρουν χάρισμα τα μάρμαρα. Μια ώρα έκαμαν να κατέβουν την δημοσιά από τον Βουρλά και δυο ώρες χρειάσθηκαν για να γυρίσουν, με φορτωμένα τα κάρρα τον ανήφορο. Γιατί ο Βουρλάς ήταν χτισμένος τέσσερα χιλιόμετρα από την θάλασσα, ανάμεσα σε έξη εφτά βουναλάκια. Φαίνεται από φόβο των πειρατών των περασμένων αιώνων διάλεξαν το μέρος εκείνο οι πρόγονοί μας, ενώ η αρχαία πόλις Κλαζομεναί ήταν παραθαλάσσια και ξαπλώνονταν ως πέρα στο νησάκι του Άη Γιάννη, εκεί όπου ο έφορος αρχαιοτήτων κ. Γ. Οικονόμου έκαμε ανασκαφές το 1921-1922 με μεγάλη επιτυχία (“Αι ανασκαφαί των Κλαζομενών”, Επετηρίς Αρχαιολογικής Εταιρείας).
Το νησί αυτό επί Τουρκοκρατίας εχρησίμευε και χρησιμεύει ακόμη σήμερα ως λοιμοκαθαρτήριο. Το ένωνε με την στεριά ένας στενός δρόμος, πολύ στενός για να ονομασθεί μώλος – χτισμένος από τους Τούρκους ίσως πάνω στα ίχνη του βυζαντινού δρόμου, γιατί στην αρχή του, στο μέρος που τελείωνε η στεριά, ήταν μια ξερόβρυση περιτριγυρισμένη από στρώμα ψηφιδωτού. Δέκα μέτρα πάνω-κάτω αριστερά από τον νέο δρόμο, παράλληλα μ’ αυτόν, το κύμα έγλυφε τους καταστραμμένους ογκόλιθους του αρχαίου δρόμου – ελληνικού και ρωμαϊκού, που είχαν πρασινίσει και γυάλιζαν στον ήλιο, στρογγυλεμένες από την αλμυρή του κύματος γλώσσα και σκεπασμένες από θαλασσινή χλόη, πεταλίδες και μύδια. Λέγονταν στον Βουρλά “δρόμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου”.
Όταν το Κτίριο (του Σχολείου) ήταν πια προχωρημένο και τα χρήματα λιγόστευαν, φτωχοί χτίστες προσφέρθηκαν να δουλέψουν χάρισμα δυο-τρεις μέρες την εβδομάδα, και μαραγκοί και σιδεράδες. Έδωκαν κι’ οι πλούσιοι του Βουρλά ακόμη συνδρομές και τα ονόματά τους χαράχθηκαν με χρυσά γράμματα πάνω στις δυο μεγάλες μαρμάρινες πλάκες “δωρηταί” και “ευεργέται” που έπεφτε πάνω τους το μάτι σου μόλις έμπαινες στο Σχολείο. Αν ήμουν Δημογέρων ή Έφορος θα είχα προτείνει να γραφούν και τα ταπεινά ονόματα των φτωχών παλληκαριών και των δουλευτάδων που, μην έχοντας να προσφέρουν από την σακκούλα τους, χάρισαν τον κόπο τους και την καρδιά τους, σημαδεύοντας της αγνής φυλής το ευγενικό ξύπνημα, ύστερα από των γραμματισμένων κι’ οδηγών την ανάπαυση. Αυτωνών τα ονόματα θάπρεπε να τα κληρονομήσουν οι ερχόμενες γενεές, γιατί τέτοιοι ενθουσιασμοί είναι που ψηλώνουν κι’ ανεβάζουν σε ζηλεμένα επίπεδα τα Έθνη. …
Κι’ όταν πια ήταν έτοιμο το καμαρωτό Σχολείο, σε χίλιους έφτασαν οι αρσενικοί μαθηταί κι’ εξακόσια ως εφτακόσια τα κορίτσια, πάνω σε πληθυσμό τριανταπέντε χιλιάδων και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικώς χωριανών αμπελουργών, που τους έφτανε δεν τους έφτανε η χρονιάτικη εσοδεία της σταφίδας να ζήσουν όπως-όπως. Απ’ αυτό το Σχολείο βγήκαν γεμάτοι από αγάπη για τον δροσερό Βουρλά τόσοι και τόσοι νέοι που ξενητεύθηκαν και γύρισαν ύστερα από χρόνια. Άλλοι σπουδασμένοι έμποροι, γιατροί, καθηγηταί, θεολόγοι, γεωπόνοι, ανώτεροι κληρικοί, φαρμακοποιοί που είχαν εγκατασταθή στην Αθήνα, στην Σμύρνη ή στην Αλεξάνδρεια και στην Αβυσσηνία. Άλλοι από την Αμερική έστελναν κάθε τόσο τις επιταγές των δολλαρίων, που σαν ακτίνα ουράνιου τόξου μπαίνουν μέσ’ τα σπίτια, ανέλπιστοι θησαυροί, παραμυθένιοι για σκεβρωμένα από το μεροδούλι γέρικα χέρια γονιών ή για τα χέρια της αδελφής που ξενυχτά για να ράψη τα προικιά της. Μα και κοπέλλες άξιες δασκάλισσες, νοσοκόμες και γιάτραινες έστελνε ο Βουρλάς στις μεγάλες του Ελληνισμού πόλεις”.
Στο σημείο αυτό τελειώνει το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται στα Βουρλά, στην Αναξαγόρειο Σχολή τους, στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου και στην εικόνα της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας. Αύριο θα καταχωρήσω το τρίτο (και τελευταίο) μέρος αυτού του γραφτού και πάλι στην στήλη του “Κόσμου της Ν. Φιλαδέλφειας” Μικρασιατικές Σελίδες.
Κώστας Π. Παντελόγλου