Και μερικά από την απάντηση της Έλλης Παπαδημητρίου στην έρευνα της “Αυγής” για το λαϊκό τραγούδι, απάντηση που δημοσιεύθηκε στις 30 Μαρτίου 1961, θα καταχωρήσω εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, στο δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου.
Και πρώτα-πρώτα τι απάντησε η Έλλη Παπαδημητρίου σχετικά με το ρεμπέτικο: “Το ρεμπέτικο τραγούδι, κι’ από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, κυκλοφορία, ζήτηση κλπ. αντιπροσωπεύει κατ’ εξοχήν μουσικό λαϊκό είδος, υπάρχει ασυζήτητα και συνυπάρχει μ’ άλλα είδη. … Ο καλόπιστος όμως συζητητής με μια και μόνη επίσκεψη – ας μην είναι και συμμετοχή – σε συνοικιακό κέντρο, σε γάμο ή γλέντι σπιτικό ή πανηγύρι θα βεβαιωθή πως το ρεμπέτικο δεν περιορίζεται σε κανέναν υπόκοσμο”.
Συνέχισε δε με τα ακόλουθα: “Αν θέλανε οι πιο ειδικοί να μας διαφωτίσουνε με πιο ειδικά, δηλαδή μουσικά και απρόσωπα κριτήρια, θα βλέπαμε ότι κλέφτικα, ρεμπέτικα, βυζαντινή μουσική κι’ άλλα παράγωγά της, θρήνοι, κάλαντα, τραγούδια της δουλειάς, που κλιμακώνονται σε αρκετούς αιώνες, δεν είναι απλώς συγγενικά, παρά είναι αυτούσια κεφάλαια της ίδιας ενιαίας μουσικής τέχνης. Η μουσική αυτή έχει κανόνες περίπλοκους, αυστηρούς, έχει αρκετά σημεία και όργανα δικά της, τελειότατα και διαφορετικά απ’ την μουσική της Δύσης. Μας είναι σε απίθανο βαθμό άγνωστη εδώ, ακριβώς επειδή ως τώρα “η εξέλιξη” και “η μόρφωση” συνταυτίστηκε απ’ τους “εξελιγμένους” και “μορφωμένους” με την υποταγή μας σε Δυτικά πρότυπα. Και με την άρνηση του εαυτού μας – μάλιστα χωρίς να προβληθή αντίσταση από εκεί που μπορούσε να προβληθή”.
Ενώ με κατηγορηματικότητα σημείωσε: “… πιστεύω πως το ρεμπέτικο, τα μπουζούκια, οι πλάκες τους κι’ οι “παραφυάδες τους” εκφράζουν άμεσα όπως και το δημοτικό τραγούδι, στο αντίστοιχο περιβάλλον, το πάθος και την έμπνευση των κοινών ανθρώπων, των κοινών Ελλήνων. Εκφράζουνε λύπη, μεράκια, διονυσιασμό και αγάπη της ζωής βαθύτατη, ακατανίκητη και μέσα στον πόνο. Κι’ αυτά όλα σε γλώσσα μουσική άρτια, με σχήματα μουσικά λεπτά και στερεά που ξεπερνούνε την πρόσκαιρη, εποχιακή και τοπική σημασία. Κανένα “έντεχνο” είδος δεν έδωσε ως τώρα τίποτα με ανάλογη αξία. Μάλιστα είναι αφέλεια να ονομάζονται όλα τ’ άλλα είδη “έντεχνα” και το λαϊκό τούτο είδος ν’ αποξενώνεται σιωπηρά σαν “άτεχνο”. Άτεχνο το πιο σύνθετο και λεπτεπίλεπτο, δύσκολο είδος – αν και ως τα τώρα άγραφτο, αν και παρουσιάζει τελευταία αρκετές μουσικές εύκολες λύσεις – αλλά και πάλι δεν του φτάνουνε τα πεντάγραμμα της Δύσης για να γραφτεί πιστά. Ίσως μάλιστα οι τεχνικές του δυσκολίες εξηγούνε – ως ένα βαθμό – την σημερινή άγνοια…”.
Δυο ακόμα σημεία από την απάντηση της Έλλης Παπαδημητρίου θέλω να καταχωρήσω εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”:
1) “Εκφράζω χωρίς επιφύλαξη και με λίγα λόγια την χαρά μου για την συνεργασία ποίησης και λαϊκής μουσικής, που κατ’ αρχήν θα αποτελέσει σταθμό για όλους και για την καθαρή, ουσιαστική επιτυχία, την ελάχιστη δυνατή επίδειξη δεξιοτεχνίας του Θεοδωράκη και του Μπιθικώτση, που εξαίρουνε την λυρική φλέβα του Ρίτσου και δώσανε στους στίχους του σημασία ηρωική, σχεδόν τελετουργική”.
2) “Αν ο λαός είχε στα χέρια του ραδιόφωνο, μέσα παραγωγής, θα είχε την δυνατότητα να προβάλλει και να πλουτίζει πιο άμεσα την πνευματική μας κληρονομιά – που τόσο δημιουργικά φύλαξε και ζωντανεύει. Δεν μας συμφέρει, ούτε τώρα ούτε ποτέ, σε καμμιά δουλειά, νάναι ο λαός δέκτης παθητικός, ακροατής και αναγνώστης άβουλος της διανόησης. Όσο πιο γρήγορα καταλάβουμε πως είναι συνεργάτης άμεσος και πρωτεργάτης, είναι μαθητής μα είναι και δάσκαλος, τόσο πιο πολύ θα ωφελήσουμε και θα ωφεληθούμε”.
Του Στάθη Δρομάζου είναι όσα ακολουθούν. Αναφέρονται στην νέα πραγματικότητα στον χώρο της λαϊκής μουσικής και στην σχετική έρευνα της εφημερίδας “Η Αυγή” τον Μάρτιο του 1961 – δημοσιεύθηκαν δε σ’ αυτή στις 5 Απριλίου του ίδιου χρόνου:
“Όταν οι μελωδίες του “Επιτάφιου” ξεκινάνε και πιάνουν γλυκό κουβεντολόι με τις χαροκαμμένες καρδιές των μανάδων μας, όταν οι άνδρες της γειτονιάς ακούγοντας το ρωμέικο εμβατήριο “τώρα οι σημαίες σε ντύσανε” σμίγουν τα φρύδια και κατεβάζουν τα βλέφαρα σε ηρωική συλλογή ή όταν οι τόνοι της “Μυρτιάς” ανεμίζουν σινιάλα χαράς και αισιοδοξίας πάνω από τις έγνοιες μιας δύσκολης ημέρας – τότε δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα λαϊκής μουσικής.
Αυτή την πραγματικότητα της λαϊκής μουσικής ήρθε ν’ αντιμετωπίσει η “Αυγή” με την έρευνά της. Το κοινό την υποδέχτηκε θερμά. Διάβασε άπληστα τους παράγοντες που ρωτήθηκαν, συζήτησε παντού τις απόψεις τους, βοηθήθηκε στον προβληματισμό του και κατέκλυσε με γράμματα την εφημερίδα μας. Πιστεύουμε πως δεν ακούστηκαν όλες οι υπεύθυνες γνώμες. … Το κενό παραμένει, γιατί πρέπει ν’ ανθίσει στα χείλη του λαού μας το τραγούδι της χαράς για μια καλύτερη ζωή, και την πικραμένη του καρδιά να την γλυκάνει η μουσική των θυσιών του”.
Ας μου επιτραπεί να σταθώ εδώ, τελειώνοντας το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου, σε ορισμένα που περιέχονται στην απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη στην έρευνα της “Αυγής”, απάντηση που δημοσιεύθηκε στις 23 Μαρτίου 1961, λίγες μέρες πριν την εκδήλωση του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής “Η Θέμις” στο “Νέο Θέατρο”:
“Το γνήσιο λαϊκό μας τραγούδι είναι ένα ζωντανό κλαδί πάνω στον κορμό της ελληνικής μουσικής. Γεννιέται, ζει και συναντά στις μέρες μας πλατειά και βαθειά απήχηση γιατί ο λαός μας βρίσκεται σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτιστικό στάδιο, ώστε η κύρια σχεδόν καλλιτεχνική του έκφραση και ικανοποίηση να συντελείται μέσω του γνήσιου και δυνατού νεοελληνικού τραγουδιού.
Δημιουργοί του είναι οι λαϊκοί συνθέτες: φύσεις ολότελα μουσικές-ποιητικές καθώς οι ανώνυμοι μεγαλοφυείς συνθέτες και ποιητές των δημοτικών μας τραγουδιών, που αν τύχαινε να γεννηθούν σε χώρες με προηγμένο κοινωνικό πολιτισμό θα ήσαν μεγάλα ονόματα στο στερέωμα της έντεχνης μουσικής. Λαϊκοί καλλιτέχνες φορτισμένοι με την πλούσια και μακρόχρονη μουσική μας παράδοση, αφομοιώνουν δημιουργικά τις ξένες επιδράσεις, ακολουθούν πιστά τις ψυχικές δοκιμασίες του λαού μας, και του προσφέρουν έργο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Ο λαός μας βλέπει εκεί μέσα το πρόσωπό του … και αγαπά τους καλλιτέχνες του.
Το λαϊκό τραγούδι ακολούθησε τον δρόμο του και όταν αγαπήθηκε και όταν συκοφαντήθηκε. Πέρασε από καταγώγια και δεν μολύνθηκε, πέρασε και από σαλόνια και δεν εκφυλίσθηκε. …
Το λαϊκό τραγούδι … έχει τις ρίζες του στην βυζαντινή ψαλμωδία (“Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Όταν πίνεις στην ταβέρνα”), στα αιγαιοπελαγίτικα τραγούδια (“Ζέππος”, “Τα καβουράκια”), στα μικρασιατικά (“Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”) και τέλος στα δημοτικά μας (“Στα Τρίκαλα στα δυο στενά”, “Του Αβέρωφ”). Αφομοιώνοντας τα παραπάνω στοιχεία διαμορφώνει ένα δικό του καινούργιο μουσικό είδος, όπως το βρίσκουμε στα καλύτερα τραγούδια των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη και Μητσάκη, καθώς και στις λαϊκές μελωδίες του Χατζηδάκη…”
Κώστας Π. Παντελόγλου