Όσα σήμερα και αύριο θα καταχωρήσω εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, φέρουν την υπογραφή σημαντικού πνευματικού ανθρώπου και δημοσιεύθηκαν σε σοβαρό περιοδικό κατά τον Μεσοπόλεμο. Έχω την γνώμη δε πως δεν έχουν χάσει την αξία τους όχι μόνο ως προς την γνώσιν της ιστορίας, αλλά και όσον αφορά το παρόν μα και το μέλλον, και φυσικά έχουν την αξία τους και για άλλες πόλεις και τόπους της Ελλάδος κατ’ αναλογίαν – είναι γι’ αυτό που τα καταχωρώ αμέσως παρακάτω:
“Οι ανθρώπινες βαρβαρότητες εναντίον της μορφής των Αθηνών, βαρβαρότητες από το κράτος, από ιδιώτες, από εταιρείες, από τον καθένα που διαθέτει λίγη πέτρα (και τσιμέντο), είναι καιρός να ξυπνήσουν στους λίγους Αθηναίους (ο Μωρεάς θεωρούσε “Αθηναίους” μια κατηγορία λεπταίσθητων ανθρώπων έστω κι αν ήσαν από την Κίνα) το πνεύμα της πόλεως ή καλλίτερα το πάθος της πόλεως.
Ας σώσωμεν την Πρωτεύουσα.
Εξ αιτίας της αναισχυντίας στην οποίαν ωδήγησε η ανάγκη να κατέχωμε οικόπεδα σ’ αυτό τον ιερό και δυστυχισμένο χώρο, επρότεινα εδώ και λίγον καιρό στην εφημερίδα “Ελεύθερον Βήμα” να νομοθετηθή μια Εξουσία Δημοσίας Καλαισθησίας, Ανώτατο Συμβούλιο από αρχαιολόγους, καλλιτέχνες, ιστορικούς και αρχιτέκτονες, εξουσιοδοτημένο να επιτρέπει ή να απαγορεύει κάθε τι που επηρεάζει την μορφή της πόλεως.
Οικοδομαί και μνημεία, διαρρυθμίσεις δρόμων, κήπων, βράχων, το σημαντικό ή το ελάχιστο, αρκεί να σχετίζεται με την όψη των Αθηνών – και τι είναι εκείνο που δεν επηρεάζει την μορφή της πόλεως – θα κρίνωνται από ένα αρμόδιο Σώμα και απλούστατα δεν θα γίνονται, αν δεν πρέπει να γίνουν.
Την μορφή της πόλεως θα την εξουσίαζει τότε ένα Συμβούλιο. Τώρα το δημόσιο και αιώνιο αυτό πράγμα, αυτή την ιδέα, την εξουσιάζει κάθε άνθρωπος και την εξευτελίζει…
Εφθάσαμεν έτσι στην σημερινή εποχή όπου η ανάγκη κατοικιών, η μανία της ακίνητης ιδιοκτησίας, η ευκολία του τσιμέντου και η χονδροκοπιά η τόσον κυρίαρχη σήμερα, γέμισαν την Πρωτεύουσα από στούμπους και παλούκια και δημιούργησαν για τους καλαίσθητους ανθρώπους πανικό.
Είναι χαρακτηριστικό πως μέσα στο επιτελείο κι αυτού ακόμη του (Χαρίλαου) Τρικούπη δεν βρέθηκαν άνθρωποι με καλαισθητικές ιδέες ώστε να του υποβάλουν μέτρα για να σώσουν την μορφή της πόλεως. Είναι τουλάχιστον γεγονός πως στην πρωθυπουργία του δυνατότερου τότε πολιτικού φαγώθηκαν από τα φουρνέλα λόφοι ιστορικής και αισθητικής αξίας.
Μόλις όταν έδυσε ο (Χαρίλαος) Τρικούπης (1896), ένας από τους σκεπτόμενους ανθρώπους που τον τριγύριζαν, ο μόνος ίσως του επιτελείου του, εμίλησε για τέτοιες πολυτέλειες – ο μακαρίτης αξιωματικός του Μηχανικού Πέτρος Λυκούδης.
Σε μια διαμαρτυρία του στο “Άστυ”, για την αταραξία του κράτους στο ζήτημα της καταστροφής των λόφων, ο Λυκούδης υπενθύμισε πόσο πρόσεχαν τα λεπτά αυτά ζητήματα οι αρχαίοι, οι οποίοι δεν επέτρεψαν λατομεία κοντά στις πόλεις κι όταν χρειάστηκαν για τον Παρθενώνα και άλλα κτίρια πειραϊκό λίθο, έσκαψαν για να τον λατομήσουν τάφρο μακρυά και στενή προς την διεύθυνση της κορυφής της Πειραϊκής Χερσονήσου, για να μην φαίνονται οι πληγές της γης από την πόλη και τον λιμένα.
Αποτέλεσμα της κραυγής αυτής ήταν να ψηφισθή ένας νόμος του 1896 που απαγόρευε την λατομεία στην περιοχή των Αθηνών και του Πειραιώς χωρίς να γνωμοδοτήσει ένα Συμβούλιο τριών αρχαιολόγων και να δώσει την άδεια ο Υπουργός Εσωτερικών.
Αλλά αρκετοί λόφοι ως τότε είχαν καταστραφή. Οι υπόλοιποι χάθηκαν μετά την ψήφιση του νόμου. Το βορεινό στήριγμα του Λυκαβηττού – ολόκληρος τεράστιος βράχος – αφανίστηκε πολύ κατόπιν. Ο Σβορώνος εφώναζεν ως τα τελευταία χρόνια για την καταστροφή ιστορικών λόφων.
Τόσο ασυγκίνητο είναι το κράτος για ό,τι δεν ενδιαφέρει την ασφάλεια και την παραγωγή. Στον μικρό εκείνο νόμο του 1896 βρίσκομε οπωσδήποτε την πρώτη ιστορική συγκίνησι της Ελληνικής Πολιτείας για το αστάθμητο και αόριστο που λέγεται καλαισθησία των Αθηνών.
Αν το μέτρο ήταν γενικώτερο κι έβαζε μερικούς οικοδομικούς περιορισμούς τουλάχιστον σε καίρια μέρη της πόλεως, αν προστάτευε τα ιστορικά κτίρια του ανθρώπου ή τα (δεδομένα) της φύσεως, αν εμπόδιζε την μανία του ύψους, αν απαγόρευε πύργους απέναντι στο Πανεπιστήμιο και φούρνους δίπλα στην Ακαδημία, αν έσωζε την κορυφή του Λυκαβηττού από την ασχημία των καμπαναριών και των φρουρίων, θα έβαζε ασφαλώς μερικά όρια στην Ελληνική βαρβαρότητα και θα είχεν από τότε επιβάλει την ιδέα πως η μορφή της πόλεως είναι ανώτερη από μας και διαρκέστερη από την ατομική μας μορφή.
Αλλά αισθάνονται ντροπή, καθώς φαίνεται, μια κυβέρνηση ν’ απασχολήση την Βουλή με τέτοιες ψιλοδουλειές”.
Τελειώνει στο σημείο αυτό το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – αύριο και πάλι εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, θα καταχωρήσω το δεύτερο μέρος.
Κώστας Π. Παντελόγλου