Η Μαρία Καραβία για δώδεκα μικρά σε διαστάσεις έργα με εθνικές ενδυμασίες που είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης στην Γερμανική Κατοχή, το έτος 1943

Δεν είναι όσο χρειάζεται γνωστό – και πρέπει να γίνει – ότι η διαλεκτή δημοσιογράφος μα και συγγραφέας Μαρία Καραβία είναι κι αυτή ένας δικός μας άνθρωπος μια και μαθήτεψε στο δικό μας Γυμνάσιο, το Γυμνάσιο της Νέας Φιλαδέλφειας.

Μ’ αυτή λοιπόν την έννοια έχει την θέση της σ’ αυτήν εδώ την στήλη του “Κόσμου της Ν. Φιλαδέλφειας”, μα όχι μόνο. Στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” γενικότερα θα βρει την θέση που της αξίζει, όπως έχει ήδη βρει θέση και στα ιστορικά της Φιλαδέλφειας και της Μαδύτου, τα οποία από καιρό καταγράφω…

Όσα παρακάτω, εδώ στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, καταχωρώ, έχει γράψει η Μαρία Καραβία και δημοσιεύθηκαν σε κυριακάτικο φύλλο καθημερινής εφημερίδας των Αθηνών μιαν 28η Οκτωβρίου πριν αρκετά χρόνια – ας διαβάσουμε λοιπόν τι έγραψε για το θέμα του τίτλου η καλή δημοσιογράφος:

maria-karavia

“Δώδεκα άγνωστα έργα του Γιάννη Τσαρούχη που βρίσκονταν ως τώρα στο εξωτερικό κυκλοφορούν στις αρχές Νοεμβρίου σε πολυτελές “πορτοφόλιο”. Μικρά σε διαστάσεις, έχουν αντιστρόφως ανάλογη ιστορική σημασία, όπως και πλούτο χρωμάτων και λεπτομερειών. Απεικονίζουν οκτώ γυναίκες και τέσσερις άνδρες με εθνικές ενδυμασίες και είναι η πρώτη σειρά από διάφορες τέτοιες τοπικές φορεσιές που είχε ζωγραφίσει ο καλλιτέχνης κατά καιρούς.

Τα έργα αυτά που παρουσιάζονται από την Γκαλερί Ζουμπουλάκη τα είχε ζωγραφίσει ο Τσαρούχης στην Κατοχή, το 1943. “Η αγριότητα της ζωής στην Κατοχή μ’ έκανε να συμπαθώ πράγματα γλυκά και περίτεχνα” έχει πει. Οι μικρές διαστάσεις των έργων (τα πρωτότυπα είναι 11,5Χ16,5 εκ.) εξηγούνται και από τις ελλείψεις του καιρού που έκαναν απρόσιτα τα χρώματα και δυσεύρετο το χαρτί. Τα είχε εκθέσει σ’ ένα παράξενο μαγαζί που βρισκόταν στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.

Όπως γράφει ο ίδιος:

“Το 1943, σ’ ένα κατάστημα διακοσμήσεων κατά το ήμισυ παλαιοπωλείον και κατά το άλλο εδωδιμοπωλείον πολυτελείας, έκανα μια έκθεση μικρών έργων που είχαν όλα το ίδιο μέγεθος και ως θέμα τις παλιές ελληνικές ενδυμασίες. Την εποχή εκείνη τα έργα αυτά θεωρούνταν πολύ επαναστατικά από τους συντηρητικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, γι’ αυτό και οι πελάτες ήταν ριψοκίνδυνοι τύποι ή τελείως ανίδεοι και για να το πούμε απλούστερα μαυραγορίτες.

Ένα απόγευμα μπήκε σ’ αυτό το μαγαζί μια ηλικιωμένη γυναίκα, πραγματικά μιας άλλης εποχής, και με έναν αέρα που την έκανε να ξεχωρίζει από τους συνηθισμένους πελάτες. Ήταν η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία που εγώ δεν γνώριζα. Αφού τα κοίταξε πολλήν ώρα με προσοχή, ένα προς ένα, σε μία στιγμή γυρίζει και με ρωτά: “Ποιος είναι ο ζωγράφος;”. Πριν της απαντήσω την ρώτησα “Πώς σας φαίνονται;”. “Τι να σου πω παιδί μου, μ’ αρέσουν, είναι σαν βυζαντινά, αλλά όχι εκείνα τα σκούρα και αντιπαθητικά βυζαντινά που δεν μ’ αρέσουν”. Τότε πήρα το θάρρος και της είπα πως εγώ τα είχα ζωγραφίσει…”.

Η έκθεση των έργων με θέμα τις εθνικές φορεσιές δεν του απέδωσε όπως φαίνεται μόνο τέτοια κολακευτικά σχόλια, αλλά κάτι εξίσου σπουδαίο για κείνη την δύσκολη εποχή. Αγορές και παραγγελίες από ορισμένους ενθουσιώδεις πελάτες, που σε πολλές περιπτώσεις του πήγαιναν επιτόπου παλαιές φωτογραφίες με άγνωστες στολές για να τις δει και να τις ζωγραφίσει. Μαυραγορίτες ή όχι, φαίνεται πως μέσα στις στερήσεις διέθεταν τον απαραίτητο σεβασμό ή και την φιλοπατρία να θέλουν να τ’ αποθανατίσει χέρι καλλιτέχνη τα κειμήλια του παλαιού καιρού.

Ο Λουί Χόφμαν που αγόρασε τότε αυτές τις δώδεκα μικρές τέμπερες δεν ήταν ούτε ανίδεος, ούτε μαυραγορίτης, αλλ’ ούτε καν Έλληνας για να συμμερίζεται την μελαγχολική υπερηφάνεια. Άνθρωπος με γούστο, είχε γεννηθεί στο Λουξεμβούργο και είχε μεγαλώσει στην Γαλλία που την θεωρούσε πραγματική πατρίδα του. Στην Ελλάδα είχε έρθει ως συνοδός ενός τυφλού παιδιού, του Πάνου Περβανά, γιου γνωστού καπνεμπόρου. Είχε αποκλειστεί στην Αθήνα λόγω του πολέμου, είχε γνωρίσει και θαυμάσει τον Τσαρούχη και είχε μπει στο στενό περιβάλλον του 33χρονου τότε ζωγράφου. Στο σπίτι του Χόφμαν κοντά στην Μονή Πετράκη, σε συγκεντρώσεις, που τις έκανε αναγκαστικά ολονύχτιες η απαγόρευση της κυκλοφορίας, γίνονταν οι περίφημες “μεταμφιέσεις” του Τσαρούχη … και βέβαια πολλές συζητήσεις για την Τέχνη. Στον ξένο φίλο του οφείλεται, όπως φαίνεται, και η ιδέα της σειράς αυτών των (ενδυμασιών). Όπως λέει ο ίδιος ο Τσαρούχης, αυτός είχε στο σπίτι του χαρακτικά με γαλλικές ενδυμασίες και αυτός του παρήγγειλε πρώτος μια παρόμοια σειρά με ελληνικ(ές ενδυμασίες). Όταν έφυγε αργότερα από την Ελλάδα ο “παιδαγωγός”, όπως αναφέρεται ο Χόφμαν στην αυτοβιογραφία του Τσαρούχη που βρίσκεται υπό έκδοσιν, πήρε μαζί του τις δώδεκα τέμπερες. Γνωρίζοντας όμως την σημασία  και την αξία τους τις κληροδότησε μετά τον θάνατό του σε Έλληνα φίλο του που κατοικούσε στο εξωτερικό, από τον οποίο και τις απέκτησε πρόσφατα η Γκαλερί Ζουμπουλάκη έπειτα από συνεννοήσεις ετών.

Ο Τσαρούχης είχε από τα παιδικά του χρόνια μαγευτεί από τον πλούτο των υφασμάτων, των χρωμάτων και των σχεδίων που είχαν οι τοπικές φορεσιές. “Όταν μικρό παιδί έμενα στον Πειραιά – μου είχε πει κάποτε – μεγάλη εντύπωση μου έκαναν οι Καστελλοριζιές. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν τα πρώτα δείγματα εθνικών ενδυμασιών που είδα. Εκτός από την ομορφιά των χρωμάτων, των βελούδων και μεταξωτών υφασμάτων, είχα πολύ εντυπωσιαστεί από την διαφορά που είχε αυτός ο κόσμος με τις άλλες εξευρωπαϊσμένες γυναίκες, τις ντυμένες με παριζιάνικες μόδες, με φορέματα από μαροκέν και κρεπ ντε σιν ή κρεπ ζορζέτ, με τα καπέλα με λουλούδια ή φρούτα, σε απαλά χρώματα πάντα, που κρατούσαν τις γαλλικές ονομασίες: σομόν, αμπρικό, σερίζ! Αυτό κατάλαβα αργότερα πως εσήμαινε ότι η φραγκοκρατία ξανάρχεται ενώ η τουρκοκρατία έχει απέλθει …”.

Πέρα όμως από τις παιδικές μνήμες ο Τσαρούχης με την διπλή ιδιότητα του ζωγράφου και του ενδυματολόγου έδειξε από την αρχή της σταδιοδρομίας του μεγάλο και πολύπλευρο ενδιαφέρον για τις παλαιές ενδυμασίες. Ενδιαφέρον που ενισχύθηκε από την γνωριμία με την Αγγελική Χατζημιχάλη, την Έλλη Παπαδημητρίου και την Εύα Σικελιανού και που πέρασε μέσα από το πάθος του Κόντογλου για το Βυζάντιο. Δεν νοιαζόταν άλλωστε μόνον για την Τέχνη αλλά και για την τεχνική. Ήξερε να ράβει, να κόβει και να υφαίνει μόνος του ένα ύφασμα. Όπως μόνος του έβγαζε χνάρια, “πατρόν” από τις λαϊκές φορεσιές.

Γνώριζε στην εντέλεια πώς φοριέται και πώς κατασκευάζεται κάθε στολή. Οι τεράστιες γνώσεις του, η διαίσθηση και η ευαισθησία του του επέτρεπαν στο απλό πουκάμισο μιας ενδυμασίας ν’ αναγνωρίζει τον χιτώνα που φορούσαν οι γυναίκες στις νεκρικές τελετές όπως δείχνουν οι λευκές λήκυθοι στα μουσεία. Ή να θεωρεί π.χ. το καββάδι εξέλιξη του ρούχου που φοράει στα ολόχρυσα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας ο Θεόδωρος Μετοχίτης συμπληρωμένη με ένα τεράστιο τουρμπάνι. Τα έργα του είναι ιστορικώς ακριβή. Αλλά δεν είναι ποτέ λαογραφικά. Είναι έργα ζωγραφικής όπου το χρώμα παίζει κύριο ρόλο και οι μορφές διαγράφουν αληθινούς χαρακτήρες. Η εποχή εξάλλου που έχουν ζωγραφιστεί δίνει και μια άλλη διάσταση στις μικρές αυτές τέμπερες. Μέσω της τοπικής φορεσιάς υμνεί την τραυματισμένη παράδοση της υπόδουλης Ελλάδας. Και θάλεγα πως συχνά χρησιμοποιεί ως πρόσχημα τις στατικές πόζες και το στυλιζαρισμένο φόντο της αναμνηστικής φωτογραφίας – μια κουρτίνα, μια γλάστρα, ένα μαρμάρινο βάθρο – για να προσθέσει στις συνθέσεις του μερικά σύμβολα που μιλούσαν εύγλωττα εκείνο τον καιρό. Δεν είναι τυχαία π.χ. τα ελληνικά σημαιάκια που βλέπουμε, βαλμένα χιαστί μάλιστα, όπως σε σημαιοστολισμό δημόσιο σε καιρούς λευτεριάς. Ούτε είναι τυχαίο το καναρίνι το αιχμάλωτο σε σιδηρόφρακτο κλουβί που στολίζει την εικόνα της “κόρης της Σκιάθου”.

Παρά τα στολίδια τους και τις αρματωσιές τους, οι αυστηρές, ακίνητες μορφές έχουν συχνά το μελαγχολικό και απόμακρο ύφος επιτύμβιου. Δεν μοιάζει να τις φοράνε για πανηγύρι, γάμο ή Πασχαλιά τις φορεσιές τους αυτοί οι άνθρωποι με τις αδρές μορφές, οι νησιώτες, οι χωριάτισσες, οι φουστανελοφόροι, οι λαϊκοί άνθρωποι με την ψυχή του μύστη που στάθηκαν πάντοτε το αντικείμενο του θαυμασμού του. Είναι οι ίδιοι που χορεύουν “τους υπέροχους και αθάνατους χορούς της βασανισμένης Ελλάδας, τους πιο αρχαίους κι από τον Παρθενώνα”. Οι φυσικοί φορείς και θεματοφύλακες ενός ένδοξου παρελθόντος που επιδεικνύουν με μνημειακή αξιοπρέπεια τις εθνικές φορεσιές του μέσα στο ζοφερό κλίμα της σκλαβιάς”.

Τελειώνουν εδώ όσα είχε γράψει η Μαρία Καραβία για το θέμα του τίτλου – και εγώ οφείλω να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Η Καθημερινή” την Κυριακή 28 Οκτωβρίου 1990.

Κώστας Π. Παντελόγλου