Όσα σήμερα καταχωρώ παρακάτω στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” αναφέρονται στην μεταξοβιομηχανία “Νίκη” των Σαραντόπουλων στην Νέα Ιωνία τα χρόνια του Μεσοπολέμου, ειδικότερα το έτος 1935 – έχουν δημοσιευθεί τότε σε εφημερίδα των Αθηνών κάτω από την ρουμπρίκα “Αι Βιομηχανίαι μας”.
Θλίψη και οργή είναι θαρρώ τα συναισθήματα που νιώθει κανείς, έχοντας γνωρίσει την μεταπολεμική έστω κατάσταση (των δεκαετιών του ’50 και του ’60 εννοώ) της βιομηχανίας στην Νέα Ιωνία (πολύ δε περισσότερο των χρόνων του Μεσοπολέμου), από την επελθούσα αποβιομηχάνιση της πόλης, η οποία ούτε δυστυχώς μελετιέται όπως της πρέπει, ούτε και σε κάποιο βαθμό και με ορισμένους τρόπους μερικώς έστω συγκρατήθηκε ή και συγκρατείται, ενώ η σύμφωνη φυσικά με τους καιρούς επαναβιομηχάνιση φαντάζει ουτοπία αφού κανείς αρμόδιος ούτε την επιδιώκει ούτε και την συζητά καν.
Η κατάσταση που δημιούργησε το υπάρχον καθεστώς στην Νέα Ιωνία αλλά και άλλες πόλεις της Ελλάδας, στερεί τις δυνάμεις της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από σημαντική συνιστώσα της συνισταμένης των όλων προσπαθειών τους και σήμερα και προοπτικά. Όσοι προσπαθούν για το καθεστώς της δημιουργικής, παραγωγικής, αυτοδιοικούμενης Ελλάδας που θα διαδεχθεί το υπάρχον καθεστώς, από σήμερα κιόλας ας πράττουν ό,τι χρήσιμο ώστε να μην απαξιώνεται η βιομηχανική-βιοτεχνική παράδοση της Νέας Ιωνίας αλλά και των άλλων πόλεων της Ελλάδας, μα αντίθετα να αναδεικνύεται, να διαμορφώνει στάσεις και συμπεριφορές ιδίως της νέας γενιάς προς θετική κατεύθυνση. Ο “Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας” ήδη πράττει και θα πράττει το κατά δύναμιν.
Ας διαβάσουμε όμως τώρα τα αφορώντα την μεταξοβιομηχανία “Νίκη”, μια ψηφίδα της βιομηχανίας στην Νέα Ιωνία, όπως καταγράφονται στο μεσοπολεμικό δημοσίευμα που παραπάνω ανέφερα:
“Εις την μεταξουργίαν της χώρας μας εξεχούσαν θέσιν κατέχει η μεταξοβιομηχανία “Νίκη” των κ.κ. Σαραντοπούλων, με δύο μεγάλα εργοστάσια, έν εις την Νέαν Ιωνίαν και έτερον εις Άργος.
Παράγει μεταξωτά υφάσματα δια γυναικεία φορέματα και δι’ αντρικά υποκάμισα εις πλουσιωτάτην συλλογήν και εις εξαιρετικήν ποιότητα. Η ετησία παραγωγή της ανέρχεται εις 400.000 μέτρα, την απορροφά δε ως επί το πλείστον η ελληνική αγορά. Η “Νίκη” κάμνει εξαγωγή εις Αίγυπτον και διατηρεί υποκαταστήματα εν Αλεξανδρεία και Θεσσαλονίκη.
Το εργοστάσιον της Νέας Ιωνίας απασχολεί 350 εργάτας και εργάτιδας, του δε Άργους 210. Τα ημερομίσθια κυμαίνονται από 30 έως 65 δραχμάς.
Η “Νίκη” τα 80% των πρώτων υλών της τα λαμβάνει από τον τόπον, χρησιμοποιεί δε μόνον ζωϊκήν μέταξαν.
Το εργοστάσιον της “Νίκης” εις Νέαν Ιωνίαν είναι νεώτατον και ηλεκτροκίνητον, καταλαμβάνει δε έκτασιν 12.000 πήχεων. Είναι ολόκληρον από μπετόν και τα μηχανήματά του τα τελειότερα του είδους και μεγάλης αποδοτικότητος.
Ο διευθυντής του κ. Γεώργιος Σαραντόπουλος,αφού μας ηυχαρίστησε δια το ενδιαφέρον της “Αθηναϊκής”, μας ωδήγησεν εις τα διάφορα τμήματα του εργοστασίου.
Πρώτον επισκεπτόμεθα το διαμέρισμα των δεξαμενών, όπου η αναπινιζομένη εις το εργοστάσιον Άργους μέταξα, υπό θερμοκρασίαν 60 βαθμών υφίσταται ειδικήν επεξεργασίαν προς στερεοποίησιν, ελαστικοποίησιν και προσωρινόν χρωματισμόν ακολούθως προς διάκρισιν κατά το στρίψιμο, και κατόπιν κατά σειράν τα εξής διαμερίσματα: Των ανεμών, όπου 800 ανέμες γεμίζουν τα καρούλια των πολλαπλασιαστών, 300 εν όλω, που διπλασιάζουν, τριπλασιάζουν ή τετραπλασιάζουν τις κλωστές αναλόγως με το ύφασμα – των στριπτηρίων, όπου λειτουργούν 20 στριπτικαί μηχαναί – του ατμοκλιβάνου, εις τον οποίον στερεοποιείται το στρίψιμο των κλωστών – των 4 καρουλιστρών, που τροφοδοτούν τις 7 μεγάλες διάστρες οι οποίες διασταυρώνουν τα νήματα και δίδουν το πλάτος του υφάσματος – των μασουριστρών, 5 τον αριθμόν, που γεμίζουν τα μασούρια των αργαλειών – και κατόπιν την μεγάλην αίθουσαν του υφαντηρίου, όπου 80 αργαλειοί με ένα δαιμονιώδη εκκωφαντικόν θόρυβον υφαίνουν τα γυναικεία μεταξωτά και τα μεταξωτά υφάσματα των υποκαμίσων.
Έπειτα επισκεπτόμεθα το χημείον, όπου επιτυγχάνονται διάφοροι συνδυασμοί χρωμάτων, και εν συνεχεία το πλυντήριον εις το οποίον εντός ειδικών δεξαμενών γίνεται δια βρασμού η αφαίρεσις της γόμας των υφασμάτων, του προσωρινού χρωματισμού των και η πλύσις των ακολούθως δι’ ειδικού σάπωνος απηλλαγμένου αλκαλικών, έπειτα το βαφείον, όπου βάφονται με ισχυρά ανεξίτηλα χρώματα εις θερμοκρασίαν 100 βαθμών και το στεγνωτήριον του εργοστασίου κατόπιν.
Ακολούθως μεταβαίνομεν εις τα τυπωτήρια των εμπριμέ, το τύπωμα των οποίων γίνεται δια της χειρός, χρησιμοποιουμένων προς τούτο μεγάλων μεταλλικών και ξυλίνων σφραγίδων, επάνω εις τας οποίας είναι χαραγμένα διάφορα ωραία σχέδια.
Μετά το τυπωτήριον επισκεπτόμεθα τον ατμοκλίβανον, εις τον οποίον γίνεται στερεοποίησις των χρωμάτων των εμπριμέ και εν συνεχεία το φινιριστήριον του εργοστασίου, όπου η μηχανή αφαιρέσεως των τριχών του υφάσματος, το ατμοσιδερωτήριον, το μηχάνημα στιλβώσεως και η διπλωτική μηχανή.
Τέλος επισκεπτόμεθα το εστιατόριον του εργατικού προσωπικού του μεταξουργείου, τας μεγάλας υδραυλικάς εγκαταστάσεις του, όπου το νερό υφίσταται αποστείρωσιν δια της αφαιρέσεως των αλάτων προς επιτυχίαν ωραίων χρωματισμών, το λεβητοστάσιον όπου παράγεται ο ατμός του πλυντηρίου και του βαφείου και φεύγομεν με αρίστας εντυπώσεις”.
Οφείλω τώρα να σημειώσω ότι όσα παραπάνω καταχώρησα έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Αθηναϊκή” στις 10 Ιουλίου 1935, στην τρίτη σελίδα, με υπογραφή Τάκης Βελονάκης – κατά την γνώμη μου δε, συν τοις άλλοις, συνιστούν άριστο μάθημα στην διδασκαλία της επιστήμης της βιομηχανικής αρχαιολογίας.
Κώστας Π. Παντελόγλου