Όσα σήμερα θα καταχωρήσω στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” δημοσιεύθηκαν την επομένη μέρα του θανάτου του Απόστολου Μαμέλη σε πρωινή εφημερίδα των Αθηνών – ήταν ομότεχνος του Κωστή Παλαμά και αλληλεκτιμούμενοι οι δυο τους έγραψαν ο ένας ποίημα για τον άλλο. Ο Απόστολος Μαμέλης είχε δεσμό με την πόλη μας όχι μόνο δια της ανηψιάς του Φιλαδελφειώτισσας δασκάλας Κατίνας Μαμέλη, αλλά και δια του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του ΣΤ’, ο οποίος από του έτους 1927 κατοικούσε στην Νέα Φιλαδέλφεια, έχων σχέση στενή με τα μέλη της οικογενείας Μαμέλη.
Ο γιατρός και ποιητής Απόστολος Μαμέλης πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1935. Ας διαβάσουμε με προσοχή όσα ακολουθούν, είναι μερικά μόνο απ’ όσα με αφορμή τον θάνατό του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά τότε – και εν όσω ζούσε ο Απόστολος Μαμέλης είχε κερδίσει δημοσιότητα· συχνές οι αναφορές στον άνθρωπο, στο ποιητικό του έργο, μα και σε γνώμες του…
“Ένα χειμωνιάτικο δείλι. Μέσα εις το θερμό γραφείο του ο γιατρός μάς μιλούσε για πράγματα διάφορα. Σκέψεις, σχέδια, όνειρα, όλα αγκαλιάζουνταν και χοροπηδούσαν μπροστά μας. Και το δείλι προχωρούσε ολοένα έτσι ήσυχα και απαλά όπως ήταν ήσυχη και απαλή η ατμόσφαιρα κάτω από την οποίαν μου μιλούσε ο γιατρός σχεδιάζοντας ένα μέλλον και σκιαγραφώντας μια ζωή. Για μια στιγμή κάποιες φωνές που ώρμησαν μέσα εις το γραφείον ωσάν να εδημιούργησαν ψυχική επανάσταση μέσα στο βαρύ κορμί του γιατρού. Ανασηκώθηκε ο γιατρός και με μια χαρούμενη φωνή που ήταν δυνατή έκρηξις της ψυχής και του εσωτερικού του κόσμου μας είπε:
– Το κορδόνι! Καϋμένα νειάτα, καϋμένη ζωή! …
Αφουγκράσθηκε κατόπιν όλο τον θόρυβο της αποκρηάτικης πομπής του κορδονιού και με λαχτάρα προσέθεσε:
-Α! βρε παιδιά τι μου θυμίζει η στιγμή αυτή…
Εγέλασε κατόπιν και εμελαγχόλησε μαζί. Το κορμί του σαν να εβάρυνε πάλι. Και σαν να διέσχισε μία λάμψις από τα μάτια του μας είπε:
– Καϋμένη μου πατρίδα Σιγή, σαν να βλέπω τώρα την ζωή της, την ωμορφιά της και την χαρά της.
Ο άνθρωπος που ενοσταλγούσε την ζωή και έβλεπε με την φαντασία του την πατρίδα του ήταν ο ποιητής που απέθανε χθες. Ο Απόστολος Μαμέλης.
Κάτω από την ατμόσφαιραν του σκότους και της μελανής αχλύος που είχαν από πολλού σφραγίση τα μάτια του, ο ποιητής εδημιουργούσε γύρω του φως. Και όλος ο εσωτερικός του κόσμος που εξεχείλιζε διαρκώς ήταν μια δυνατή έκρηξις χαράς, ευθυμίας και ενθουσιασμού… Ο ήρως μιας τραγικής μοίρας, τυφλός από δέκα πέντε χρόνια, χειραγωγούμενος από την στοργική και αλτρουϊστική του ανεψιά – την Ελένη Μαμέλη – σαν μια καινούργια Αντιγόνη, κατώρθωσε να μεταβάλη την τραγικότητα της ζωής του αυτής εις έναν ιδικόν του κόσμο μέσα εις τον οποίον εζούσε ικανοποιημένος.
Είχε αντικαταστήσει τα μάτια του με την ψυχή του. Και έβλεπε το κάθε τι με την ποιητική του ψυχή. Οραματιζότανε ψυχικώς την παληά του ζωή και την συνεδύαζε με την φαντασία της καινούργιας ζωής. Και από την σύνθεσιν αυτήν του οραματισμού και της φαντασίας ανέβλυζε ο Μαμέλης. Ανέβλυζε ο ποιητής. Γιατί το κάθε τι του, σκέψεις, αισθήματα, ενθουσιασμός, εμπνεύσεις, νοσταλγία, χαρές, πόνοι, δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ένας δυνατός πίδακας εσωτερικής ζωής που ανέβλυζε τραγουδιστά και χαρούμενα μέσα εις την σκοτεινή ατμόσφαιρα της εξωτερικής του ζωής.
Ο ποιητής που απέθανε χθες ήταν ένας οραματιστής και ένας νοσταλγός. Τραγουδούσε την θάλασσα. Γιατί στην θάλασσα όλη ετοποθετούσε την αγάπη του για την πατρίδα του την Σιγή, με τις χαρούμενες, τις φωτεινές ακρογιαλιές, με τους απλοϊκούς και αγαθούς ψαράδες, με τα καΐκια και με την σκληρή μα και ειδυλλιακή τους ζωή…
Επάνω εις το τραγουδιστό ανάβλυσμα του εσωτερικού του κόσμου όλες οι εκδηλώσεις του έπαιρναν την έκφρασιν φωτεινών φλογών, απείρων φλογών που εφώταγαν την ζωή του την σκοτεινή και την ζωήν εκείνων που τον άκουαν να διηγιέται, να αναπολή και ν’ απαγγέλη τα ποιήματά του.
Αυτά τα ποιήματά του ο καθρέφτης του κόσμου του. Συνθέσεις, νοσταλγίες, οραματισμοί. Πτήσεις με εκδηλώσεις συβιλλιακές, εκρήξεις ψυχικές φορμαρισμένες μέσα σε τύπους αριστοτεχνικούς που τους φιλοτεχνούσε με την σκέψι του και τους έδινε την σφραγίδα της στερεότητος με την μεγάλη συγκέντρωσι του εσωτερικού του εαυτού.
Τα πρώτα χιόνια από πολλού είχαν απλωθεί επάνω εις το κεφάλι του δημιουργώντας μια ωραία και σπαρακτική όμως μαζί αντίθεσι στην αιώνια μαυρίλα των ματιών του, μα η ψυχή του ποιητού δεν είχε δοκιμάσει κανένα ίχνος περάσματος του χρόνου. Τα νειάτα της έμεναν άχραντα σαν την αγνότητά της. Και εξεδηλώνοντο τα νειάτα αυτά του εσωτερικού κόσμου του ποιητού σε σειρά συνθέσεων-ποιημάτων, σονέττων, τραγουδιών – που ήταν όλα μια χαρούμενη ζωή με την σφραγίδα του φωτεινού ενθουσιασμού που έδινε εις το κάθε τι ο τυφλός τραγουδιστής της θάλασσας, της ψαράδικης ζωής, της χαρούμενης ακρογιαλιάς της πατρίδας του της Σιγής.
Ο ποιητής είχε πνίξει τέλεια τον επιστήμονα, τον γιατρό. Μα ο Μαμέλης δεν έμενε διόλου δυσαρεστημένος γι’ αυτό. Θύμα της τραγικής του μοίρας εζούσε αυτός ικανοποιημένος με τον κόσμο που εδημιουργούσε σ’ αυτόν η ποίησι. Τραγουδούσε κάποιες στιγμές τον καϋμό του, αλλ’ η έκρηξις κατόπιν του εσωτερικού του φωτεινού κόσμου και το ανάβλυσμα του εσωτερικού του ενθουσιασμού έπνιξε αμέσως τον πόνο και την θλίψι του για την σκληρή μοίρα του. Η ευγενική και στοργική Αντιγόνη του – η Ελένη Μαμέλη – έδιδε εις αυτόν όλα τα στοιχεία τα οποία αφομοίωνε αυτός κατόπιν με την ψυχή του δια να συνθέση τον κόσμο του. Χρόνια και χρόνια…
Εξαφνικά προχθές επάνω εις τα σβυσμένα του μάτια έκλεισαν και τα βλέφαρα. Ο θάνατός του και αυτός είχε την σφραγίδα του κόσμου που είχε δημιουργήση εις αυτόν η σκληρή του μοίρα. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν οι ποιητικές του σκέψεις και οι τελευταίες εκδηλώσεις του ήσαν εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού. Εσκορπούσε κάτι από το εσωτερικό του φως και αυτήν ακόμη την στιγμή που ο θάνατος ολοκλήρωνε το σκοτάδι των ματιών του.
Ο Μαμέλης δεν υπάρχει από χθες. Υπάρχει όμως η παράδοσις της ζωής του, ο θρύλος του ενθουσιασμού του και ο όγκος των ποιημάτων του: “Απ’ τα σκότη στο φως”, τα “Θαλασσινά”, οι “Σταθμοί”, οι “Σκοποί”, “Πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα” και η “Πνοή και τέχνη”.
Επάνω εις το ψυχρό σώμα του ποιητού το τραγούδι της θάλασσας θα πλέκη μίαν πένθιμον σύνθεσιν και η καντήλα που θα καίη θα έχει κάτι απ’ το φως του ποιητή που θα θυμίζη κάτι απ’ τα τραγούδια του:
Δαρμένοι απ’ την κακοκαιριά
στρειδεύουν δυο παλιοί ψαράδες.
Αυτό το τραγούδι του στρειδέματος σαν ένα τελευταίο κύκνειο τραγούδι του βάρδου και οραματιστή λυράρη της ακρογιαλιάς”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι όσα παραπάνω καταχώρησα υπογράφει ο Βασ. Ηλ(ιάδης) και έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Ελεύθερον Βήμα” στις 9 Ιανουαρίου 1935, προσθέτω δε πως το χρέος στον Απόστολο Μαμέλη παραμένει ανεξόφλητο, γι’ αυτό και θα επανέλθω στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”.
Κώστας Π. Παντελόγλου