Όσα σήμερα αμέσως παρακάτω καταχωρώ εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, έγραψε ο Νίκος Ε. Μηλιώρης – που τόσα έχει προσφέρει στην Μικρασιατική Γραμματολογία – και δημοσιεύθηκαν στον “Προσφυγικό Κόσμο” στις 2 Οκτωβρίου 1971. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 είχε συμβεί ο θάνατος του Γιώργου Σεφέρη, ακολούθησε το λαϊκό προσκύνημα του νεκρού στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της οδού Κυδαθηναίων στην Πλάκα, και η ταφή του στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών την Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 1971 – γι’ αυτά όμως, μάλιστα εν μέσω της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μιαν άλλη φορά, τώρα ας διαβάσουμε τι έγραψε ο καλώς γνωρίζων Νίκος Ε. Μηλιώρης για την σημασία της εισφοράς του Σεφέρη:
Αφήνει ένα έργο πίσω του ο Σεφέρης· είναι τούτο πια μια γενικώτατη διαπίστωση· κι αφήνει ένα όνομα· μια φήμη· υπήρξε ο μοναδικός μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Ήταν ένα γεγονός, το θυμούμαστε ακόμη και σήμερα εντονώτερα που μας έφυγε, πόσο βαθειά μας συγκίνησε· και δικαιολογημένα περισσότερο εμάς που έτυχε να έχουμε μ’ αυτόν κοινή καταγωγή· τους Σμυρνιούς, γιατί εκεί στην αδικοχαμένη και μαρτυρική ιωνική πολιτεία γεννήθηκε· τους Βουρλιώτες βέβαια και μάλιστα με ξεχωριστή περηφάνεια για την Βουρλιώτικη από την μητέρα του προγονική του ρίζα. Εγγονός του παλαιού και από τους σημαντικώτερους προκρίτους των Βουρλών Γεωργάκη Τενεκίδη. Ξέρουμε πόσο και τον ίδιο τον άγγιζε αυτή η συναίσθηση της Βουρλιώτικης καταγωγής του· πόσο δεμένο ένοιωθε τον εαυτό του με τους ανθρώπους της Μικρασιατικής αυτής πόλεως. Ακόμα και τώρα τελευταία διαβάζαμε, σ’ ένα αυτοβιογράφημά του, παλαιό κείμενο – του ’41 – για την παιδική και εφηβική του ζωή στην Σκάλα των Βουρλών, κατά τα καλοκαίρια, στα κτήματα του Βουρλιώτη πάππου του· σημειώνει μάλιστα χαρακτηριστικά:
“… Ήμουν δεκαετεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του ’14, όταν εφύγαμε από την Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανό μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δυο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω “πατρίδα”, με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια …”.
Εκτός όμως από την κάπως στενώτερη σημασία, αλλά πυκνώτερη σε συναίσθημα άποψη για μας τους Μικρασιάτες, της καταγωγής του Σεφέρη, η καταγωγή του αυτή, η πρώτη ζωή του εκεί, οι πνευματικές και ηθικές αναστατώσεις του, μετά την Μεγάλη Καταστροφή της πατρώας του γης, είχαν, όπως και άλλοι έχουν παρατηρήσει, μια καίρια επίδραση στο έργο του και στην γενικώτερη πνευματική εισφορά του.
Για την αξία του έργου αυτού, και παρά την παγκόσμια αναγνώρισή του, ξέρουμε έχουν ακουστεί κατά καιρούς σαφείς ή υπονοούμενες αντιρρήσεις. Δεν είναι και τόσο τούτο ανεξήγητο. Σε κάθε σημαντικό έργο, από λόγους διάφορους και για μερικούς εύκολα κατανοητούς, υπάρχουν πάντοτε αντιρρήσεις.
Διατηρώ όμως ζωηρότατα την ανάμνηση ενός μικρού περιστατικού, που ομολογώ εν τούτοις πως με συνεκλόνισε, μπορώ να πω. Πάνε κάμποσα χρόνια, πολύ πριν δοθή στον Σεφέρη το βραβείο Νόμπελ· κουβεντιάζαμε μ’ ένα νέο στο σπίτι μου της Νέας Ιωνίας· ήταν ένας τσαγκάρης· ας το προστέσω και τούτο γιατί νομίζω κρύβει ένα σοβαρώτατο δίδαγμα· ήταν ένας νέος με αρκετά πνευματικά ενδιαφέροντα και με ανάλογες σχετικές ευαισθησίες. Πάνω σε κάποια κουβέντα μας για την σύγχρονη ποίηση, τον ακούω να με ρωτά, με μια παλλόμενη, όπως την αισθάνθηκα και όπως νομίζω την θυμούμαι ακόμη, συγκίνηση στην έκφρασή του:
– Διαβάσατε Σεφέρη κύριε Μηλιώρη;
Η απροσδόκητη αυτή ερώτηση του νέου φίλου μου, με φώτισε κιόλας αποκαλυπτικά για την θέση που είχε κατακτήσει από τότε και την διατήρησε έκτοτε, η ποίηση του Σεφέρη στον κόσμο των πνευματικών αξιώσεων και των αισθητικών αναζητήσεων, μεγάλου μέρους και από το εκλεκτότερο της Ελληνικής νεολαίας.
Και αν ακόμη εκδηλώθηκαν τότε ή αργότερα επιφυλάξεις για το ακατάστατο και ασύμμετρο ύφος των ποιημάτων του Σεφέρη, για την ασάφεια και το δυσνόητο των νοημάτων του – τα ίδια άλλωστε είχαν ακουστεί προηγουμένως και για τον Παλαμά και για τον Σικελιανό – το σίγουρο ήταν πως ο ποιητής της “Στροφής” μιλούσε ακριβώς πάρα πολύ στις ψυχές των νεωτέρων μας.
Υπήρξε έτσι ο πρωτοπόρος και ο θεμελιωτής της “μοντέρνας ποίησης” στον τόπο μας, όπως επανειλημμένως έχει τονιστεί από σοβαρούς και κατατοπισμένους ερευνητές των Νεοελληνικών πνευματικών εξελίξεων. Το έργο του Σεφέρη, πρωτότυπο στην δομή του, με την εκφραστική του λιτότητα και την περιεκτικότητα μιας βαθύτατης ανθρωπιάς, ουσιαστικό σαν σύνολο, απετέλεσε “τομή”, καθώς έχει λεχθή, στην πορεία της Ελληνικής ποιήσεως κατά τους χρόνους μας.
Και για να γυρίσω, σε μια θεώρηση του έργου αυτού, από Μικρασιατικής σκοπιάς, σε μια μέχρις ενός σημείου Μικρασιατική αφετηρία του, νομίζω σκόπιμο να επαναλάβω ό,τι παρατήρησα σχετικά με το θέμα αυτό, σε μια παλαιότερη μελέτη μου για την “Πνευματική Εισφορά των Μικρασιατών”, στον ΙΑ’ τόμο (1963) των “Μικρασιατικών Χρονικών”.
Το “ιωνικό στοιχείο”, έγραφα, το αντίθετο από την ρουμελιώτικη τραχύτητα, το διακρίνει μέσα στην μουσική των εκφράσεων του Σεφέρη ο κ. Κ. Δημαράς, προσθέτει μάλιστα και τούτο, σε μια γενικώτερη παρατήρησή του:
“… Από την άποψη αυτή, όπως κι από πολλές άλλες, νομίζω ότι η συμβολή των λογίων, όσοι μας ήρθαν από τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου, εστάθηκε χρήσιμη στην καλλιέργεια του Νεοελληνικού λόγου”.
Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει στην έρευνά μας είναι κατά πόσο επηρέασε τον Σεφέρη, ιδίως βέβαια την πνευματική του και την ηθική του συγκρότηση, η Μικρασιατική του καταγωγή και τα Μικρασιατικά του βιώματα. Και φαίνεται να τον επηρέασε βασικά. Παρατηρείται στις σχετικές μελέτες, πως η Καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας απετέλεσε γι’ αυτόν μια οδυνηρή πληγή· πλούτισε την πείρα του. Η παλιά πατρίδα, τα πρώτα χρόνια του στην Σμύρνη και την ακρογιαλιά των Κλαζομενών, κοντά στα Βουρλά, είναι γι’ αυτόν ένας χαμένος παράδεισος· παίρνουν την έννοια μιας ονειρεμένης Ευριδίκης. Η πατρίδα δε αυτή θεωρείται μια από τις κυριώτερες πηγές στις εμπνεύσεις του. Το αίσθημα το πικρό της φθοράς, που τόσο κυριαρχεί σ’ όλη την ποίηση του Σεφέρη, φαίνεται να έχει την αρχική αφετηρία του στα μαυρισμένα από την φωτιά του Μεγάλου Ολέθρου χαλάσματα των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
“Και του Σεφέρη η ψυχή είναι βαθειά πληγωμένη, γιατί έχασε για πάντα το αγαπημένο σπίτι των παιδικών του χρόνων· δεν θα ξαναδεί τα μέρη που μεγάλωσε”, πρόσεξε ήδη από πολύ νωρίς η Καθηγήτρια Σοφία Αντωνιάδη.
“Βγαίνει ο Σεφέρης από τα τρομακτικά ερείπια της Μικρασιατικής Καταστροφής”, παρατηρεί σε μια μελέτη του και ο ποιητής Γ. Θέμελης· “ερείπια μέσα του και γύρω του, μιας Καταστροφής που στάθηκε η μεγαλύτερη ίσως από όσες δέχτηκε ο τραγικός Ελληνισμός στην μακρυνή πορεία του. Όχι τόσο για τα άμεσα αποτελέσματα όσο φοβερά κι αν ήταν, όσο γιατί έκοψε σαν ένας τροχός της μοίρας την γραμμή του προορισμού μιας φυλής. Ένα τέτοιο συγκλονιστικό βίωμα τον σφράγισε για πάντα. Διπλή πληγή. Από την μια σαν άτομο, από την άλλη σαν εθνική συνείδηση. Γιατί καθώς φαίνεται, η ατομική συνείδηση και η φυλετική συμπλέκονται. Έτσι εξηγιέται το πώς η μαχαιριά πέρασε σε βαθύτερα στρώματα, ξεπερνώντας τα όρια της ατομικής ψυχολογίας…”.
Αυτός είναι ο Άνθρωπος που μας έφυγε· σ’ αυτές τις επίσημες στιγμές τούτων των ημερών, ας σταθούμε με ευλάβεια μπροστά στην μνήμη της προσωπικότητάς του και στην αξία του έργου του”.
Κώστας Π. Παντελόγλου