Καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – χτες καταχώρησα πάλι εδώ το πρώτο μέρος.
“Αυτή είναι η σκόπευση του έργου – έντιμη, δύσκολη, ουσιώδης. Μένει να δούμε πώς μεταγράφηκε στην κινηματογραφική γλώσσα.
Η ταινία στο σύνολο των στοιχείων της εμφανίζεται άνιση. Για να την αξιολογήσουμε δίκαια θα πρέπει ν’ αποτιμήσουμε χωριστά τα δυο βασικά της συστατικά: το κινηματογραφικό, με την στενώτερη έννοια (έκφραση μέσα από την εικόνα) και τον λόγο (σπηκάζ).
Το πρώτο στοιχείο μας πείθει πως έχουμε να κάνουμε με σκηνοθέτη ταλαντούχο. Πράγματι η κινηματογραφική του γλώσσα, έχει την τραχειά αφή που απαιτεί το θέμα· η εικόνα χωρίς να καταστρατηγεί το μέτρο της λιτότητας, είναι εμπλουτισμένη με συναρπαστική, πολλές φορές, εκφραστική δύναμη, είναι, θα λέγαμε, “ιδεοποιημένη” σ’ ένα προηγμένο βαθμό. μέσα από την διαδοχή και την επανάληψη κάποτε των εικόνων – που πολλά οφείλουν στον οπερατέρ Σταύρο Χασάπη – ή την ακινητοποίησή τους με παρεμβολές “αδρανούς χρόνου”, μας παρέχεται ανάγλυφη η τεφρή ατμόσφαιρα της ζωής, ο τεμαχισμός του ανθρώπινου συναισθήματος, η εσωτερική ακινησία, η έρπουσα διάβρωση. Η κινηματογραφική αφήγηση, απ’ την αρχή ως το τέλος, πορεύεται συγκινησιακά ευθύγραμμη, αναπτύσσεται σε ισοϋψείς τόνους, αυτούς που χαρακτηρίζουν μια ζωή περίφρακτη, μονότονη και ανέστια. Οι κορυφώσεις είναι περιττές, εφ’ όσον το παιζόμενο δράμα δεν βρίσκεται σε κάποιο ιδιαίτερο συμβάν, έκτακτο ή περιοδικό, αλλά στα απλά δεδομένα που συναρμολογούν τον καθημερινό βίο – η κορύφωση συντελείται στην δική μας συνείδηση και είναι η τελική αίσθηση μιας νέας ποιότητας που την αποκομίζουμε από το μοντάρισμα των επί μέρους ομοιοβάθμων στοιχείων.
Το δεύτερο στοιχείο της ταινίας είναι το σπηκάζ. Στα ντοκυμανταίρ, η αφήγηση δεν μπορεί να προϋπάρχει απ’ την εικόνα και η τελευταία δεν χρησιμεύει για να ντύνει οπτικά τον λόγο… Ο λόγος υπομνηματίζει την κίνηση της εικόνας και την επικουρεί να πάρει ένα πλήρες νόημα – ποτέ όμως το ντοκυμανταίρ δε μπορεί να είναι λόγος εικονογραφημένος.
Στο “(Γράμμα από το) Σαρλερουά” δεν φτάνουμε σε μια ισορροπημένη σύνθεση των δύο στοιχείων. Εδώ αντί ο λόγος να υπομνηματίζει διακριτικά την εικόνα, ώστε να την εμπλουτίζει σε εκφραστικότητα, για να μας υποβάλει αυτή τις καταστάσεις, αντίθετα, η εικόνα, κλεισμένη σ’ ένα συρματόπλεγμα από λέξεις προικισμένες με έντονο συγκινησιακό περιεχόμενο, φαίνεται να διακοσμεί την αφήγηση. Πιο συγκεκριμένα, καθώς οι εικόνες παρατίθενται – και πολύ σωστά – ομοιόβαθμες, ευθύγραμμες, χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις, ο λόγος αναλαμβάνει, ως εκ περισσού, να οργανώσει σε συγκινησιακούς αναβαθμούς την ισοϋψή αλληλουχία τους. Έτσι, η ενέργεια των δύο στοιχείων αποσυντονίζεται όσον αφορά την ένταση και το ποιόν και μας υποβάλλεται η εντύπωση ότι βαίνουν παράλληλα, διατηρώντας καθένα την αυτοτέλειά του – πράγμα που έχει σαν συνέπεια να εφάπτονται μεν σε ωρισμένα σημεία, αλλά να μην συνυφαίνονται οργανικά σε ένα σύνολο. Το τελευταίο θα μπορούσε να επιτευχθή αν ο λόγος χρησιμοποιόταν όχι για να φορτίσει συναισθηματικά τα πλάνα, αλλά για να τα δέσει νοηματικά. Στο μέτρο που συμβαίνει αυτό, εικόνα και λόγος διαπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται…
Αν διαγνώσαμε καλά, η πρόθεση του σκηνοθέτη (Λάμπρου Λιαρόπουλου) ήταν να αποτυπώσει την λαϊκή υφή του συναισθήματος, το πληθωρικό και βαθύ λαϊκό μεράκι. Γι’ αυτό και η φωνή του εκφωνητή δεν ήταν … βελουδένια και ποιητικίζουσα, αλλά ακατέργαστη και απλάνιστη, καθώς ταιριάζει σε άνθρωπο του λαού. Το ίδιο και η μουσική του Τσιτσάνη, η φυσιογνωμία του πρωταγωνιστή και η εικόνα, συνεισέφεραν ανάλογα στο επιδιωκόμενο κλίμα. Το περιεχόμενο όμως του λόγου είναι αρκετά γλυκερό…
Ένα άλλο, λοιπόν, σπηκάζ, θα μπορούσε να γονιμοποιήσει περισσότερο το υπόλοιπο σύνολο και ν’ αναδείξει σημαντικά τις αρετές του, που δεν είναι ούτε λίγες, ούτε και ευκαταφρόνητες”.
Μένει τώρα να σημειώσω πως την κριτική προσέγγιση, που καταχώρησα χτες και σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, για τη ταινία μικρού μήκους “Γράμμα από το Σαρλερουά”, υπογράφει ο Γιάννης Μ. Καλιόρης – και ότι έχει δημοσιευθεί τον Σεπτέμβριο του 1965 στην “Επιθεώρηση Τέχνης” (Αριθ. τεύχους 128, Σελ. 212-214).
Κώστας Π. Παντελόγλου