Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014 η εφημερίδα “Real news” πρόσφερε στους αναγνώστες της την δυνατότητα να αποκτήσουν το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου με τίτλο “Εντολή” – το βιβλίο αυτό έχει την διαδρομή του από το 1976 που πρωτοεκδόθηκε από τις Εκδόσεις “Κέδρος” μέχρι τις μέρες μας, μετρά δε 42 εκδόσεις από τον “Κέδρο” ως το 2013.
Αναφέρεται το βιβλίο τούτο σε περιστατικά και σε ανθρώπους του κομμουνιστικού, αριστερού και δημοκρατικού κινήματος της Ελλάδας, των διωκτών και αντιπάλων του, του διεθνούς περίγυρου, όπως τα έζησε και τα αντιλήφθηκε η Διδώ Σωτηρίου την εποχή κυρίως του εμφυλίου πολέμου και τις αρχές της δεκαετίας του ’50 – η Διδώ Σωτηρίου ήταν αδελφή της Έλλης Παππά, της συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη…
Το βιβλίο της αυτό όμως αναφέρεται και σε περιστατικά και ανθρώπους ή αφηγήσεις για προηγούμενα χρόνια – μια τέτοια αφήγηση θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”· αφορά δράση της “Εθνικής Αλληλεγγύης”, τον καιρό της πείνας του ’41, τον πρώτο καιρό της Γερμανικής Κατοχής.
Η χρησιμότητα θαρρώ της αφήγησης αυτής δεν εξαντλείται στην απλή γνώση της ιστορίας – γι’ αυτό ας την διαβάσουμε προσεκτικά:
“Μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Άρχισε να σκάει κάποιο χαμόγελο η ζωή. Και πάνω στην ώρα πλάκωσε η Γερμανική επίθεση, η Κατοχή, η πείνα του ’41.
Κάθε πρωί καθώς κατέβαινε την Σόλωνος να πάει στην δουλειά της έβλεπε στα πεζοδρόμια ανθρώπους πεσμένους, πρησμένους κι άλλους νεκρούς … Η λέξη που κυριαρχούσε μέσα κι όξω από τα σπίτια ήταν “Πεινώ! Πεθαίνω!”. Ποιοι ήταν εκείνοι οι νέοι και οι νέες που σκύβαν πάνω απ’ τους ετοιμοθάνατους και πάσχιζαν να τους σώσουν μ’ ένα κουταλάκι λάδι ή κρασί σαν θεία μετάληψη; Έμαθε πως ανήκουν σε αντιστασιακή οργάνωση, την “Εθνική Αλληλεγγύη”. Συνδέθηκε μαζί τους να βοηθήσει κι αυτή την σκλαβωμένη πατρίδα.
Στην πρώτη συνεδρίαση που πήρα μέρος, μου ‘πε, άκουσα τον καθοδηγητή να λέει πως στο Σανατόριο της “Σωτηρίας” μεταφέρανε εκείνες τις μέρες δεκατέσσερεις εξόριστους και φυλακισμένους νεολαίους, διαμάντια του αγώνα. Είχαν γίνει όλοι φυματικοί κι έπρεπε να τους βοηθήσουμε. Ένας τσοπάνος, συναγωνιστής απ’ τα Καλύβια, είχε αναλάβει να στέλνει δυο φορές την βδομάδα έξη οκάδες γάλα. Έπρεπε να βρεθεί εκείνος που θα το πήγαινε στην “Σωτηρία”. “Εγώ θα το πηγαίνω” είπα κι απόρησα η ίδια για την προθυμία μου. Απ’ τα μικράτα μου είχα πάρει από τέτοιο φόβο το “χτικιό”.
Δυο φορές την βδομάδα πήγαινα σ’ ένα γαλατάδικο, εκεί δα στα μέσα της Ιπποκράτους, ζαλωνόμουνα τις έξη οκάδες γάλα και ανηφόριζα με τα πόδια την Λεωφόρο Αλεξάνδρας, έπαιρνα την Μεσογείων κι έφτανα στο Σανατόριο της “Σωτηρίας”. Ξέκλεβα κι από το σπίτι μια μερίδα φαΐ, μου ‘δινε και μια συναγωνίστρια λίγο ψωμί που το κονομούσε από γειτόνισσες φετάκι φετάκι κι έτσι κατάφερνα να τους πηγαίνω κάτι παραπάνω από σκέτο γάλα.
Αυτοί μόλις με βλέπανε κάναν χαρές. Με καμάρωναν σαν καινούργιο φυντανάκι του αγώνα, δεν ξέρανε πως να με περιποιηθούνε. Ήταν φοιτητές και εργάτες αδύνατοι, με μάτια όλο φέγγος. Ό,τι πήγαινα το παράδινα στον Γιώργο Δρακόπουλο. Αυτόν πάντα ζητούσα. Ήταν ο υπεύθυνος. Καθόμασταν και κουβεντιάζαμε. Με ρώταγε για την ζωή, για τον αγώνα, μ’ ορμήνευε, με βοήθαγε να σκέφτομαι σωστά. Τον άκουγα μαγεμένη. Δεν έχανα ούτε λόγο του. Ερχόντανε και οι άλλοι. Λέγαμε και αστεία, γελούσαμε με ξεγνοιασιά. Είχανε περάσει μόλις δυο βδομάδες που γνωριζόμασταν κι έλεγες πως ήταν χρόνια. Ξεθάρρεψα, έμπαινα στο δωμάτιό τους με χαμόγελα, με εύθυμες ιστορίες και νέα πολιτικά που τα μάζευα να τους τα πηγαίνω, όπως και τα λουλούδια που πάντα κρατούσα στο χέρι.
Μια μέρα τους βρήκα όλους θλιμμένους. Έλειπε ο Κώστας και κανείς δεν θέλησε να μου δικαιολογήσει την απουσία του. Σαν ξαναπήγα δεν βρήκα το συνηθισμένο σκαμνί που το είχαν για μένα. Πήγα να καθίσω στο κρεβάτι του Γιώργου. Δεν μ’ άφησε. “Όχι. Όχι, είπε. Εσύ είσαι γερή, χρειάζεσαι…”. Με τρόπο μου ‘δωσε να καταλάβω πως ο Κώστας είχε πεθάνει. Μ’ έπιασε τέτοια ταραχή που ο Γιώργος κατάλαβε πως έπρεπε να με προσγειώσει.
“Εμείς δεν είμαστε για ζωή. Είναι βαρειά η κατάστασή μας. Μπορεί να πεθάνουμε και οι.δεκατέσσερεις!”. Από εκείνη την ημέρα κάθε που έμπαινα στο Σανατόριο έτρεμε η καρδιά μου μη λείπει κανένας. Και κάθε φορά κάποιος έλειπε. Τα μάτια βούρκωναν κι ο Γιώργος προσπαθούσε να με πείσει πως ο αγωνιστής δεν λυτρώνεται με λόγια, μα με πράξεις.
Η αγάπη μου για τον Γιώργο μ’ έκανε να πιστεύω πως αυτός δεν θα πέθαινε. Μιλούσε όμορφα για την ζωή και είχε τόση δύναμη μέσα του, τόσο κέφι για δημιουργία. Μου είχε ζητήσει να του πάω την “Αργώ” του Θεοτοκά. Ήταν η πρώτη φορά που ζητούσε κάτι και τσακίστηκα να εξοικονομήσω τα λεφτά να του τη αγοράσω. Του είχα γράψει και μια θερμή αφιέρωση και πήγαινα όλο καμάρι. Σαν είδα στο κρεβάτι του έναν ξένο, σκοτείνιασε ο κόσμος.
Ο Στάθης ήταν ο 14ος. Σ’ αυτόν έπεσε ο κλήρος να μου δώσει το θλιβερό μαντάτο. Έκλεισα το πρόσωπο μέσα στις χούφτες μου κι έκλαψα. “Συχώρα με, Γιώργο, για τα δάκρυα. Ο αγωνιστής είναι κι αυτός άνθρωπος. Θ’ απαντήσω και με πράξεις, σου τ’ ορκίζομαι”.
Μόλις συνήρθα είπα στον Στάθη: “Την Πέμπτη θα περάσω να σε δω”. “Μην κάνεις τον κόπο. Αύριο μπαίνω στο χειρουργείο για πλευρεκτομή. Έλα σε δέκα μέρες, ίσως με βρεις… Τούτη η άνοιξη μας θέρισε. Άιντε, γεια χαρά. Και σ’ ευχαριστούμε για όλα… Μη στενοχωριέσαι. Τα νειάτα δεν σώνονται… Ο αγώνας μας θα τρανέψει…”.
Πήγα μετά δέκα μέρες. Είχε πεθάνει κι ο Στάθης. Το γάλα δεν ήταν αρκετό να τους σώσει. Το πρόβλημα ήταν ποιος θα έσωζε το Έθνος ολόκληρο από την γενοκτονία. Σε πιάνει απελπισία όταν σκέφτεσαι πως αυτό το μεγάλο κατόρθωμα ανήκει στο ΕΑΜ και πως αυτό το ΕΑΜ που στήριξε και φλόγισε κάθε Ελληνική καρδιά σήμερα το χρησιμοποιούν σαν κύριο επιβαρυντικό για να σε στείλουν στο απόσπασμα με την ρετσινιά του προδότη”.
Τελειώνει εδώ η αφήγηση μιας φίλης της Έλλης Παππά στην Διδώ Σωτηρίου, που ορθά την περιέλαβε στο βιβλίο της με τίτλο “Εντολή” – θα ήθελα τώρα να σημειώσω πως η ευεργετική δράση της “Εθνικής Αλληλεγγύης” στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής είχε απλωθεί και στην πόλη μας, ο κόσμος αναγνώριζε την “Εθνική Αλληλεγγύη” στο πρόσωπο της δασκάλας Κατίνας Μαμέλη, του μαθηματικού Αχιλλέα Τσοτόπουλου και άλλων· προσωπικά, γεννημένος στις 6 Μαΐου 1943, έτυχα ορισμένου ενδιαφέροντος από την “Εθνική Αλληλεγγύη” το έτος 1944, όταν ο πατέρας μου πολεμούσε ως αξιωματικός του ΕΛΑΣ του βουνού. Θέλω ακόμη να προσθέσω ότι ο πατέρας μου συχνά αναφερόταν με τρόπο θετικό στον Γιώργη Δρακόπουλο, με τον οποίον είχαν συμπορευθεί προπολεμικά στους δρόμους του αγώνα, όπως αυτός εξελίσσονταν στην περιοχή της Πρωτεύουσας.
Κώστας Π. Παντελόγλου