Και όσα σήμερα καταχωρώ στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, αμέσως παρακάτω, αφορούν την αρχιτεκτονική στην πόλη των Αθηνών – τα χαρακτηρίζει η έγνοια για την κατάσταση και τις εξελίξεις σχετικά, και έχουν την σημασία τους και διατηρούν την αξία τους και στις μέρες μας, μάλιστα για όλες τις πόλεις της Ελλάδος:
“Το τελευταίον τεύχος των πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών δημοσιεύει Ανακοίνωσιν του Καθηγητού Αντ. Κεραμοπούλου, η οποία δεν πρέπει να παρέλθη απαρατήρητος και ασχολίαστος.
Ο σοφός αρχαιολόγος θρηνεί, και δικαίως, την αρχιτεκτονικήν αναρχίαν που βασιλεύει εις τας Αθήνας, όπου δεν υπάρχει κανείς φαίνεται αρμόδιος δια να επιβάλη την δύναμίν του και να σταματήση τον κατήφορον της αρχιτεκτονικής, που κινδυνεύει να μεταβάλη την αρχαίαν πόλιν του ωραίου εις την νέαν πόλιν του τερατώδους.
Ο κ. Κεραμόπουλος παρατηρεί ότι “εδώ εύρηται άκτιστον οικόπεδον παρά το Καλλιμάρμαρον μέγαρον, εκεί εμβρυώδης παλαιά ή νέα οικοδομή … ουδείς νόμος προνοεί περί οριστικής εν ωρισμένω χρόνω και εις ωρισμένον ύψος οικοδομήσεως, ή αν προνοεί, δεν τηρείται. Ούτως η πόλις εμφανίζεται ατελής, ακατάστατος και παρέχει εικόνα οίαν οικία ασυγύριστος κακής οικοκυράς”.
Αφού παρατάξη σοφάς γνώμας περί του πώς πρέπει να ανοικοδομηθή η πόλις, ερωτά: “Τι χρεωστούμεν ημείς και αι μέλλουσαι γενεαί να βλέπωμεν εν τη γειτονία ευγενών οικοδομών και υπό την σκιάν του Παρθενώνος αθάνατα τερατουργήματα μπετόν αρμέ κιόνων άνευ κιονοκράνου, άνευ εντάσεως, άνευ λόγου και φωνής και λογικής αρχιτεκτονικής, κιόνων δίκην οδοντογλυφίδων ων η αιχμή ενεπάγη εις τον φλοιόν πεπονιού; …”.
Και συγκεκριμένως επιτίθεται εναντίον μερικών οικοδομών αι οποίαι ήλθον να αποτελέσουν κηλίδα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Έπειτα, γύρω από το Πανεπιστήμιον, την Ακαδημίαν και την Βιβλιοθήκην, τα τρία αυτά κομψοτεχνήματα αληθώς, πώς επιτρέπεται ν’ ανοικοδομούνται οικοδομικά τερατουργήματα;
Δεν ήτο δυνατόν να δοθή ένας ανθρωπινότερος ρυθμός εις την Κλινικήν η οποία εκτίσθη απέναντι από την Ακαδημίαν; Αλλά και αυτό το Πανεπιστήμιον που ανήγειρε την Φοιτητικήν Λέσχην εκεί σιμά, δεν ηδύνατο να δώση εις το οικοδόμημα αυτό μίαν μορφήν ολιγώτερον ουρανοξυστικήν;
Και όμως υπάρχει ωραίον έδαφος μιμήσεως, η Βυζαντινή αρχιτεκτονική, η οποία πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έχει υποστή ολικήν έκλειψιν εις τας Αθήνας.
Συγκεκριμένως ο κ. Κεραμόπουλος προσπαθεί ν’ αποσοβήση τον επικείμενον … αρχιτεκτονικόν κίνδυνον κατά την ανοικοδόμησιν της Τραπέζης της Ελλάδος εις την Οδόν Πανεπιστημίου, και των οικοδομών αι οποίαι θα γίνουν οπίσω από το Πανεπιστήμιον. Και προτείνει όπως η Ακαδημία “ασκήση την ευεργετικήν αυτής επίδρασιν, συνιστώσα, καθ’ ον ήθελεν εξεύρη ορθόν τρόπον, ίνα τα κτίρια ταύτα μη μόνον πρόσφορα προς τον προορισμόν των οικοδομηθώσιν, αλλά και αιώνιον κόσμημα της πόλεως ελληνοπρεπές, τουτέστι καλλιπρεπές, αποτελέσωσι”.
Την εφαρμογήν του βυζαντινού ρυθμού θεωρεί ο κ. Κεραμόπουλος ως επιβεβλημένην “παραλλήλως προς τας παλαιοτέρας, ου μόνον αισθητικώς, αλλά και εθνικώς. Αν οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι πάπποι μας, οι Βυζαντινοί είναι οι πατέρες μας, και θα είμεθα ανάξιοι υιοί, αν επεζητούμεν να είμεθα μόνον καλοί εγγονοί”.
Και δείχνει ότι ενώ εμείς περιφρονούμεν την Βυζαντινήν τέχνην και εν γένει κληρονομίαν, οι άλλοι Βαλκανικοί λαοί προσπαθούν να την εκμεταλλευθούν χωρίς να έχουν κανέν δικαίωμα. “Δια τούτο η Ρουμανία εκάλεσε το πρώτον Βυζαντιακόν Συνέδριον ως κληρονόμος και μεταλαμπαδευτής του Βυζαντιακού πολιτισμού, δια τούτο πολλαχού εγράφησαν βιβλία συναφή, αλλοιούντα την ιστορίαν της εξελίξεως της τέχνης εν Σερβία και Βουλγαρία”.
Τονίζει λοιπόν την ανάγκην όπως εξαπλωθή και εις τας Αθήνας ο βυζαντινός ρυθμός, ο τόσον περιφρονημένος σήμερον. Όταν και τα νέα θερινά ανάκτορα του βασιλέως της Γιουγκοσλαυΐας και οι στρατιωτικοί σταύλοι του Βελιγραδίου κτίζονται κατά ρυθμόν Βυζαντιακόν, θα δυνάμεθα και ημείς να εφαρμόσωμεν αυτόν π.χ. εις την λεγομένην Φοιτητικήν Λέσχην ή εις άλλα Δημόσια Ιδρύματα…
Αυτό πρέπει να προσέξωσι και αι Επαρχίαι, μάλιστα δε η Θεσσαλονίκη, ένθα τα παλαιά βυζαντινά μνημεία είναι κέντρα πλατειών και αφετηρίαι οδών του νέου σχεδίου της πόλεως, χωρίς να επιδρώσιν επαρκώς εις την διάνοιαν των σχεδιαζόντων και τας εγγύς οικίας αρχιτεκτόνων.
Ποίος δεν θα συμφωνήση με τας αληθείας αυτάς που εξεφώνησεν ο κ. Κεραμόπουλος εις την Ακαδημίαν (Αθηνών); Αλλά και ποιος θα έχη την δύναμιν να σταματήση την αρχιτεκτονικήν αναρχίαν που βασιλεύει εις την πόλιν της Αθηνάς από την οποίαν, μαζί με την σοφίαν, έχει αποδράσει ανεπιστρεπτί και το καλλιτεχνικόν γούστο;
Φοβούμαι ότι και η δυνατή αυτή φωνή του κ. Κεραμόπουλου θα σβήση εις ώτα μη ακουόντων επισήμων, οι οποίοι δεν έχουν καιρόν να χάνουν δια τέτοια μικροπράγματα”.
Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα υπογράφει ο Κ(ώστας) Κ(Καιροφύλας) και έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό “Νέα Εστία”, Τεύχος 92, 1930, Σελ. 1114-1115.
Κώστας Π. Παντελόγλου