Όσα θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” τα έχει γράψει ένας δικός μας, ένας Φιλαδελφειώτης, ένας Μικρασιάτης από το Σαλιχλί, ο διακεκριμένος λογοτέχνης και πνευματικός άνθρωπος, ο οποίος καλώς και από πρώτο χέρι γνώριζε τα του θεάτρου μας, ο Τάσος Αθανασιάδης – προσθέτω βεβαίως ότι όσα παρακάτω ακολουθούν πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας εδώ και πάνω από 60 χρόνια, συγκεκριμένα το 1952, αναφερόμενα στο εν τω τίτλω έργο του σημαντικού Γιάννη Σιδέρη· ας τα διαβάσουμε:
“Στο κατώφλι του αιώνα μας ακόμη και το Νεοελληνικό Θέατρο περνούσε την ηρωϊκή του περίοδο, την περίοδο της προϊστορίας του, δίνοντας υλικό για χρονικογραφικές πληροφορίες σαν του Αγγ. Βλάχου, του Φιλαδελφέα, του Ταγκόπουλου, του Τσοκόπουλου, του Ροδά, και άλλων, μα αδιαμόρφωτο ακόμη για να γίνει φορέας ιδεών, παρουσιάζοντας στην εξέλιξή του τις φάσεις εκείνες, που θα ελκύσουν τον επιστήμονα να κάνει το ιστορικό του.
Πρώτος “επαγγελματίας” ιστορικός, που δεν του έλειψε το πάθος της έρευνας, μα η συστηματική ικανότητα να μορφοποιήσει ένα διάσπαρτο και ετερόκλιτο υλικό, ο Νίκος Λάσκαρης, είχε δώσει πολλές ελπίδες πως το Θέατρο θάβρισκε στο πρόσωπό του τον μικρό του Παπαρρηγόπουλο. Γρήγορα ωστόσο οι δύο τόμοι της “Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου”, που με τον θάνατό του έμεινε ασυμπλήρωτη, έδειξαν μαζί με τα λογοτεχνικά χαρίσματα του έλειψε και το αισθητήριο του επιστήμονα, που θα τον καθοδηγούσε να συλλάβει μέσα σε μιαν οργανική ενότητα τα εσωτερικά περιγράμματα της ιστορίας του Θεάτρου μας – με τους ρητορικούς προδρόμους του, τους χρήσιμους δασκάλους του, τους δημιουργικούς του καλλιτέχνες – κι όχι να γράψει ιστοριοδιφικές πραγματείες για το τοπικό θέατρο των Ελληνικών πόλεων, όπως έκανε. Ωστόσο το Νεοελληνικό Θέατρο μέσα στις τελευταίες πέντε δεκαετηρίδες έκλεισε πολλούς κύκλους στην ανάπτυξή του. Περνώντας από επιδράσεις αναφομοίωτες σε προσφορές με πνευματικώτατες προεκτάσεις έκανε μια σταδιοδρομία αξιόλογη. Αυτή την σταδιοδρομία εξετάζει τώρα ο κ. Γιάννης Σιδέρης στην “Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου 1794-1944”, προικισμένος μ’ ένα “παιδιόθεν” αποκτημένο πάθος για την έρευνα.
Ευθύς από τον πρώτο τόμο της Ιστορίας του, επισημαίνοντας ο κ. Σιδέρης, μέσα σε οκτώ κεφάλαια – Ευρωπαϊκός Κλασσικισμός, Ρωμαντισμός, Ελληνικός Νεοκλασσικισμός, Προς μια Αναγέννηση, Αναγέννηση, Δεύτερος Νατουραλισμός, Άλλοι Συνεργάτες, η “Νέα Σκηνή” και το “Βασιλικόν Θέατρον” – τους σημαντικώτερους μεσοσταθμούς που έκανε στην εξέλιξή της η Ελληνική Σκηνή, δείχνει πως γεφύρωσε το κενό ανάμεσα στην ιστοριοδίφηση και στην ιστοριογραφία. Με γλώσσα δημοτική, που δεν διστάζει καμιά φορά να δανειστεί από την καθαρεύουσα τα πινέλα της για να χρωματίσει, και σ’ ένα ύφος που, όταν ο συγγραφέας πετυχαίνει να δολώσει, χάρη στην λεπτομέρεια, την αλήθεια, χαριεντίζεται με τις απότομες παύλες του, τις συχνές παρενθέσεις του, τα ασθματικά του κόμματα και τις άνω τελείες, μας αφηγείται τα καθέκαστα στην σταδιοδρομία του Θεάτρου μας, σωρεύοντας συγγραφείς, μεταφραστές και σκηνοθέτες, έργα και ηθοποιούς, πόλεις και σκηνές, είδη θεατρικά, τρόπους σκηνοθετικούς και μόδες, για να μας αποκαλύψει θησαυρούς ανεκδοτολογικού υλικού, που μόνο μιαν απίθανη υπομονή μπορούσε ν’ αποδελτιώσει. Είναι αλήθεια πως καμμιά φορά οι καταγραφές αυτές, όταν δεν υποσημειώνουνται με παραπομπές, γίνοντες πνιγηρές μέσα σ’ ένα κείμενο, που οι γενικεύσεις μονάχα και οι κρίσεις μπορούν να το αξιοποιήσουν. Γρήγορα όμως ο συγγραφέας το καταλαβαίνει και προχωρεί αποκαλύπτοντάς μας, εκ των “ένδον” πάντα, άγνωστους χώρους, που τους φωτίζει με την αντικειμενικώτατη κρίση του, συνθέτοντας έτσι μια άρτια ιστορική οικοδομή. Πρέπει να το τονίσω: πως αυτή η “εκ των ένδον” σύλληψη και κατάταξη του ιστορικού υλικού είναι που δίνει σημασία επιστημονική στο έργο του κ. Σιδέρη. Καμμιά φορά, βέβαια, τους κόπους και τις περιπλανήσεις του συγγραφέα μέσα στα λογής κιτρινισμένα χειρόγραφα τους υποπτεύεται όσο δεν θάπρεπε ο αναγνώστης· μα η οξυδέρκεια και η οικοδομική φαντασία του κ. Σιδέρη, που τα καλύτερα δείγματά της φανερώνονται στο κεφάλαιο “Η Νέα Σκηνή και το Βασιλικόν Θέατρον”, προφταίνουν για να γοητέψουν με την δοκιμιογραφική χάρη τους. Από την προεπαναστατική εποχή, όπου το Θέατρο υπηρετούσε με τον δικό του τρόπο την Πατρίδα, ο συγγραφέας μας μεταφέρει, συχνά σαν ένας λαλίστατος τσιτσερόνε, στην ρωμαντική περίοδο όπου η βυρωνολατρεία, η σαιξπηρομανία, ο θαυμασμός στον Σίλλερ και στον Ουγκώ γεννούσε κατασκευάσματα τόσο συγκινητικά στην ρητορική τους αφέλεια· ύστερα ήρθε ο Ελληνικός νεοκλασσικισμός με την σεμνή λιτανεία των πανεπιστημιακών δασκάλων – ακραίος πια σταθμός στον θεατρικό μας μεσαίωνα· και να, η λυκαυγή με τις κωμωδίες, την φάρσα, το μυθιστορηματικό δράμα και την παντομίμα προετοιμάζουν την αναγέννηση με τα ελληνικώτερα είδη: το βουκολικό θέατρο και την επιθεώρηση. Από εκεί και πέρα συγγραφείς και ηθοποιοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον προορισμό του Νεοελληνικού Θεάτρου, την μοίρα κάθε γνήσιας τέχνης: να εκφράσει μέσα από την εποχή της τον λαό της. Αυτές οι ανησυχίες και μια μαχητικώτατη αντίδραση στην θεατρική ρουτίνα δημιούργησαν το κίνημα της “Νέας Σκηνής” και του “Βασιλικού Θεάτρου”, μιαν από τις αγνότερες καλλιτεχνικές σταυροφορίες στον τόπο μας, με σημαιοφόρους τον Κώστα Χρηστομάνο και τον Θωμά Οικονόμου, απ’ όπου ξεπήδησαν ταλέντα πηγαία και γνήσια, έργα άρτια και ελληνικά, σκηνικές αποδόσεις μέσα στο νόημα της άδολης τέχνης. Βρισκόμαστε πια στην ιστορική περίοδο του Νεοελληνικού Θεάτρου, που, όποια και να είναι η μοίρα του, πάντα θα τονίζεται η σημασία της.
Αλλά εδώ τελειώνει ο πρώτος τόμος.
Στην Ελλάδα ο ιστορικός των γεγονότων έχει δασκάλους με λαμπρό έργο για να τον χειραγωγήσουν στα μονοπάτια της έρευνας. Ο ιστορικός πάλι της Λογοτεχνίας μας έχει από καιρό πια μπροστά του ένα ταξινομημένο υλικό, που περιμένει μονάχα την αξιολόγησή του. Μα ο ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου πλανιέται σε κατσάβραχα για να συγκεντρώσει το υλικό του, του χρειάζονται ολονυχτίες για να το κατατάξει, αποκαλύπτοντας “την περιοχή αυτή του πολιτισμού μας, την τόσο σπουδαία, που εγγίζει την ψυχή όλου του Έθνους”, όπως λέει επιγραμματικά στον μικρό του πρόλογο ο κ. (Γιάννης) Σιδέρης. Για τούτο μίλησα πιο πάνω για το “παιδιόθεν” αποκτημένο πάθος του. Του χρωστούμε διπλά την ευγνωμοσύνη μας: για το μεθοδικό του έργο, που είναι μια προσφορά, και για την πνευματική του αυταπάρνηση, που τον έκανε από καιρό τώρα ν’ αφήσει σ’ άλλους τα χειροκροτήματα, προτιμώντας την άχαρη ειδίκευση που δίνει μιαν αφανή δόξα”.
Μένει τώρα να σημειώσω πως αυτά που παραπάνω καταχώρησα έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό “Νέα Εστία”.
Κώστας Π. Παντελόγλου