Καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – χτες καταχώρησα, πάλι εδώ, το πρώτο μέρος:
“… είχαμε σαφή αντίληψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες αναλαμβάναμε την διοίκηση του Δήμου. Γνωρίζαμε τις εχθρικότατες διαθέσεις του Κράτους απέναντι όλων των Δήμων και Κοινοτήτων και, ιδιαίτερα, του Δήμου Μυτιλήνης. Αλλ’ έπρεπε να προχωρήσουμε. Και προχωρήσαμε, τοποθετώντας πάνω από όλα το ΣΥΜΦΕΡΟΝ της πόλεως. Εξουδετερώσαμε αντιδράσεις, εξευμενίσαμε εχθρούς, δημιουργήσαμε φίλους της πόλεως. Με συνδυασμούς τολμηρούς, με πρωτοβουλίες πολλές φορές επικίνδυνες, κατορθώσαμε να αποκτήσουμε πόρους και να δημιουργήσουμε ΕΡΓΟ, ασφαλώς κατώτερο των οραματισμών μας, αλλά, πάντως, σημαντικότατο.
Οι αριθμοί της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου λένε ότι κατά το διάστημα της Οκταετίας 1956-1964 δαπανήθηκαν από τον Δήμο 18.427.686 δραχμές για την εκτέλεση έργων αποχετεύσεως, οδοποιΐας, υδρεύσεως, εξωραϊστικών, εξυγιαντικών κλπ. Τα περισσότερα από τα έργα μας είναι αφανή, δεν είναι βιτρίνας. Δεν μπορούσαμε όμως να παραμελήσουμε τις βασικές ανάγκες της πόλεως, τους συνοικισμούς της, και να σπαταλούμε τα λιγοστά, τα ελάχιστα χρηματικά μέσα, που διαθέταμε, σε έργα επιδείξεως. Και νομίζουμε πως σωστά πράξαμε”.
Συνεχίζαμε αναφέροντας λεπτομερειακά το Έργο που πραγματοποιήσαμε μέσα στην Οκταετία που μας πέρασε. Κι αφού ευχαριστούσαμε τον λαό της Μυτιλήνης για την αγάπη και εμπιστοσύνη που έδειξε προς την Δημοτική Αρχή, κλείναμε με τούτα τα λόγια:
“Κι εμείς, από την πλευρά μας, κάναμε τον Δήμο ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, όπου ο καθένας μπορούσε νάρθει να πει τα βάσανά του, να ζητήσει τη βοήθειά μας. Κι αν δεν μπορέσαμε να εξυπηρετήσουμε όλους τους συνδημότες μας, δεν ήταν γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί τα οικονομικά μας μέσα ήταν περιορισμένα, και τα χέρια μας ήταν πάντα δεμένα με τις αλυσίδες που οι αντιδραστικές κυβερνήσεις έχουν χαλκεύσει και με τις οποίες έχουν σφιχτοδέσει τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι όσα χτες και σήμερα καταχώρησα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” τα άντλησα από το βιβλίο του Απόστολου Ε. Αποστόλου “Μνήμες”, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1985.
Κώστας Π. Παντελόγλου