Εκτός από τα όσα χτες εισαγωγικά σημείωσα σ’ αυτό το γραφτό, θα ήθελα σήμερα να προσθέσω πως για την εκτίμηση των συμβάντων (και των συμβαινόντων) στις σοσιαλιστικές χώρες χρειάζεται κανείς να γνωρίζει όσο γίνεται πιο πολλά υλικά, αυθεντικά υλικά, και είναι ένα τέτοιο υλικό αυτό που καταχώρησα χτες, και καταχωρώ και σήμερα – δεν μπορεί οι εκτιμήσεις, και μάλιστα με επίκεντρο την Σοβιετική Ένωση όπως ισχυρίζεται η Μαΐλειος πλευρά, να γίνονται με “επινοήσεις” σε σαθρή βάση εδραζόμενες, είναι απαράδεκτο αυτό…
Αλλά ας διαβάσουμε την συνέχεια από τα απομνημονεύματα του Μπ. Τσερνοούσωφ γραμματέα της κομματικής επιτροπής Μόσχας στα χρόνια του β’ παγκοσμίου πολέμου.
“Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα οι παρτιζάνοι ανατίναξαν 65 αποθήκες πυρομαχικών, κατέστρεψαν πάνω από 1.000 αυτοκίνητα, τανκς, πυροβόλα, ανατίναξαν 35 γεφύρια, ναρκοθέτησαν 81 δρόμους, και ουσιαστικά παράλυσαν όλες τις σιδηροδρομικές γραμμές από τα Δυτικά. Εξόντωσαν πάνω από 17 χιλιάδες φασίστες. Οι παρτιζάνοι βοήθησαν περίπου 30 χιλιάδες Σοβιετικούς μαχητές να βγουν από τον εχθρικό κλοιό και να γυρίσουν στα τμήματά τους. Η Χιτλερική διοίκηση ήταν αναγκασμένη να αποτραβήξει από το μέτωπο για τον πόλεμο με τους παρτιζάνους το λιγώτερο 60 χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς.
Πολύ κοντά στην Μόσχα οι Μοσχοβίτες έρριξαν κορμούς δέντρων σε έκταση σχεδόν 40 χιλιάδων εκταρίων και οι παρτιζάνοι τους ναρκοθέτησαν. Αυτό εμπόδισε σημαντικά την προώθηση των φασιστών.
Ταυτόχρονα τα εργοστάσια και οι φάμπρικες της πρωτεύουσας και των προαστίων συνέχιζαν μέσα σε δύσκολες συνθήκες να στέλνουν στο μέτωπο όλα τα απαραίτητα.
Η Μόσχα και η περιφέρειά της, τις παραμονές του πολέμου, παρήγαγαν τα 25% περίπου όλης της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθη ότι στην πρωτεύουσα υπήρχαν τα σημαντικώτερα γραφεία εκπόνησης σχεδίων – του Τούπολεφ, του Γιάκοβλεφ και άλλα.
Τον καιρό του πολέμου η αφομοίωση των νέων ειδών εξοπλισμού γίνονταν μέσα σε συντομώτατα χρονικά διαστήματα: η διαδικασία του περάσματος από το δείγμα στην μαζική παραγωγή διαρκούσε μετρημένες ημέρες και εβδομάδες. Κι αυτό σε συνθήκες, που η κατάληψη μιας σειράς περιοχών της χώρας διατάραξε τους προηγούμενους παραγωγικούς δεσμούς. Δεν επαρκούσε η εργατική δύναμη και η σύνθεση των εργαζομένων άλλαξε απότομα. Στην παραγωγή μπήκαν οι γυναίκες. Τις εργαλειομηχανές τις χειρίζονταν ανήλικα παιδιά από τις επαγγελματικές σχολές.
Με πρόταση των εργαζομένων πάρθηκε απόφαση να παραταθή το ωράριο εργασίας μέχρι 10-11 ώρες, και να καταργηθούν οι αργίες. Διαδόθηκε πλατειά η κίνηση των εργαζομένων ταυτόχρονα σε μερικές εργαλειομηχανές, όπως και η κίνηση των “διακοσίων” – αυτών που εκπλήρωσαν την νόρμα κατά 200%.
Παρά τις σοβαρές ανωμαλίες στον εφοδιασμό των επιχειρήσεων με τεχνικά μέσα, πρώτες ύλες και ηλεκτρενέργεια, στην Μόσχα είχε ρυθμισθή η παραγωγή τανκς και όλων των τύπων ολμοβόλων, με πλήρες δυναμικό εργάζονταν το εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων και τα εργοστάσια που παρήγαγαν πολεμοφόδια.
Το προσωπικό του εργοστασίου “Κομπρέσσορ”, π.χ., ήταν το πρώτο που αφομοίωσε την παραγωγή εκτοξευτών αεριωθούμενων βλημάτων που κατόπιν ονομάστηκαν χαϊδευτικά “Κατιούσες”. Κάποτε η διοίκηση του Δυτικού μετώπου αποτάνθηκε με γράμμα προς το εργοστάσιο με το οποίο παρακαλούσε να στείλουν νωρίτερα την μοίρα των “Κατιουσών” που προορίζονταν γι’ αυτό το μέτωπο. Το γράμμα το διάβασαν οι εργάτες, και η ομάδα του Λαβρώφ τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν έβγαινε από το τμήμα, οι άνθρωποι κοιμόντουσαν 2-3 ώρες το 24ωρο, αλλά έκαναν το παν για να ικανοποιήσουν αυτήν την παράκληση. Στην παραγωγή εκτοξευτών αεριωθούμενων βλημάτων ασχολούνταν 50 επιχειρήσεις. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα οι “Κατιούσες” στέλνονταν σαν χείμαρρος στο μέτωπο.
Το φθινόπωρο του 1941 η Κρατική Επιτροπή Άμυνας πήρε απόφαση για την μεταφορά των επιχειρήσεων, των υπηρεσιών και των κατοίκων της πρωτεύουσας στο Ανατολικό τμήμα της χώρας. Οι διαστάσεις της μεταφοράς ήταν τεράστιες: μέσα σε 4 μήνες έφυγαν 1,5 εκατομμύριο άτομα και μεταφέρθηκαν 500 σχεδόν μεγάλα εργοστάσια. Αυτά στάθηκαν η βάση της δημιουργίας ολόκληρων κλάδων της βιομηχανίας στα καινούργια μέρη.
Στα τέλη του 1941 στην Μόσχα και τα περίχωρα η κατάσταση με τα καύσιμα έγινε εξαιρετικά δύσκολη. Η πρωτεύουσα είχε αποκοπεί από το Ντουμπάς και το λεκανοπέδιο κάρβουνου των προαστίων. Η μεταφορά καυσίμων από το Ανατολικό τμήμα ήταν αδύνατη: οι σιδηρόδρομοι ήταν φορτωμένοι με την μεταφορά στατευμάτων και τεχνικών μέσων. Παρουσιάσθηκε ο κίνδυνος έλλειψης καυσίμων. Τότε αποφασίστηκε ο εφοδιασμός με ξυλεία από τις Ανατολικές περιοχές της ζώνης της Μόσχας. Δεκάδες χιλιάδες άτομα, κυρίως γυναίκες, στάλθηκαν να προετοιμάσουν την ξυλεία. Έπρεπε να κατασκευασθούν προσωρινές σιδηροδρομικές διακλαδώσεις. Στις συνθήκες του σκληρού χειμώνα του 1941-1942, χωρίς να έχουν ειδικό ρουχισμό και εξοπλισμό, υπερνικώντας τις βιοτικές δυσκολίες, πάνω από 100 χιλιάδες κάτοικοι της Μόσχας και των περιχώρων ετοίμασαν μερικά εκατομμύρια κυβικά μέτρα ξυλείας. Οι επιχειρήσεις, οι κατοικίες, οι σιδηροδρομικοί κόμβοι και οι ηλεκτροσταθμοί, πήραν καύσιμα.
Θυμάμαι μου τηλεφώνησε ο πρώτος γραμματέας της πόλης Κασίρα Γιεγκόρωφ. “Τα Γερμανικά στρατεύματα διέσπασαν την άμυνα και βρίσκονται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων. Τα στρατεύματα που βρίσκονται στην πόλη είναι πολύ λίγα. Παρακαλώ να μου δώσετε εντολή: ν’ ανατινάξουμε είτε όχι τον ηλεκτροσταθμό της Κασίρας;”. Αυτός ο υδροηλεκτρικός σταθμός εκείνη την εποχή ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στο ενεργειακό σύστημα της Μόσχας. Και υπολογίζοντας την έλλειψη καυσίμων η σημασία του ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Το ανάφερα αυτό στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση και μετά από 5-10 λεπτά από εκεί μου απάντησαν: “Τηλεφωνείστε στην Κασίρα και μεταδώστε την εντολή του Στάλιν: τον ηλεκτροσταθμό να μην τον ανατινάξουν, αλλά ας επιστρατεύσουν όλες τους τις δυνάμεις για να αναχαιτίσουν τον εχθρό. Μετά από μερικές ώρες θα φτάσουν οι ενισχύσεις”. Ο ηλεκτροσταθμός της Κασίρα εξακολούθησε να λειτουργεί.
Μέρα με την ημέρα το μέτωπο πλησίαζε όλο και πιο κοντά στην Μόσχα. Εξ αιτίας της κατάστασης, που χειροτέρευε, σε διάστημα πέντε ημερών σχηματίσθηκαν συμπληρωματικά και εξοπλίστηκαν 25 ξεχωριστοί λόχοι και τάγματα, στην δύναμη των οποίων περιλαμβάνονταν περίπου 12 χιλιάδες κομμουνιστές και κομσομόλοι. Δημιουργήθηκαν 169 ειδικά στρατιωτικά αποσπάσματα από εθελοντές, που πέρασαν ειδική εκπαίδευση.
Η Μόσχα κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Κάθε μέρα σχεδόν βομβαρδίζονταν από τον αέρα. Οι φασίστες πιλότοι πραγματοποίησαν συνολικά 141 επιδρομές. Πάνω από 100 χιλιάδες εμπρηστικές και 1610 εκρηκτικές βόμβες έπεσαν πάνω στην πόλη μας.
Παρέμειναν για πάντα στην μνήμη μας οι μέρες του γιορτασμού της 24ης επετείου του Μεγάλου Οκτώβρη το 1941.
Πριν οι πανηγυρικές συνεδριάσεις του Σοβιέτ της Μόσχας γίνονταν στο Θέατρο Μπολσόϊ, αλλά τώρα στον προθάλαμο του Θεάτρου έχασκε μια μεγάλη λακκούβα από εκρηκτική βόμβα. Την πανηγυρική συνεδρίαση αποφασίστηκε να την πραγματοποιήσουμε στον σταθμό του μετρό “Μαγιακόφκαγια”.
Έκθεση έκανε ο Ι.Β. Στάλιν. Καθήμενοι στο προεδρείο, κυττούσαμε προσεκτικά τα πρόσωπα των συγκεντρωθέντων, που αποτύπωναν με ένταση κάθε λέξη του ομιλητή. “Η υπόθεσή μας είναι δίκαιη – η νίκη είναι δική μας”, – μ’ αυτά τα λόγια τελείωσε την ομιλία του.
Μετά την συνεδρίαση, σ’ ένα μικρό δωμάτιο του προεδρείου ο διοικητής της στρατιωτικής περιοχής της Μόσχας στρατηγός Π.Α. Αρτιόμωφ ανακοίνωσε στα μέλη της Κρατικής Επιτροπής Αμύνης, ότι η αρχή της παρέλασης στην Κόκκινη Πλατεία αύριο 7 Νοεμβρίου, ορίστηκε για τις 8 το πρωί.
Την νύχτα της 6ης προς την 7ην Νοεμβρίου όλοι μας είμασταν ανήσυχοι: τι θα κάνει ο εχθρός; Γιατί οι Χιτλερικοί είχαν διατυμπανίσει σ’ όλον τον κόσμο ότι στις 7 Νοεμβρίου θα διοργανώσουν στην Κόκκινη Πλατεία παρέλαση των “αήττητων” στρατευμάτων τους (Τα φασιστικά στρατεύματα βρίσκονταν σε απόσταση 30-40 χιλιομέτρων από την Μόσχα).
Στς 5 το πρωΐ στην Πλατεία συγκεντρώνονταν οι στρατιωτικές φάλαγγες. Δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί η αυστηρή όψη της πόλης. Στους τοίχους των σπιτιών υπήρχαν οι επιγραφές: “Θα υπερασπίσουμε την αγαπημένη μας Μόσχα!”, “Όλες οι δυνάμεις για την απόκρουση του εχθρού!”. Στους κήπους, στις πλατείες, και στις στέγες των κτιρίων, φρουρούσαν οι άνδρες του αντιαεροπορικού πυροβολικού.
Πέντε λεπτά πριν την έναρξη του γιορτασμού οι καθοδηγητές του κόμματος και της κυβέρνησης ανέβηκαν στην εξέδρα του Μαυσωλείου του Β.Ι. Λένιν, στην οποία είχα την τύχη να βρεθώ κι εγώ εκείνη την ιστορική μέρα. Οι εξέδρες για τους ξένους ήταν γεμάτες Μοσχοβίτες. Τ’ αστέρια του Κρεμλίνου φαίνονταν ασυνήθιστα – ήταν καμουφλαρισμένα με σάκκους. Τα σύννεφα βρίσκονταν χαμηλά πάνω από την Πλατεία, έριχνε πυκνό χιόνι. Ο καιρός ήταν ολοφάνερα ακατάλληλος για πτήση. Στις 8 η ώρα από τις πύλες του πύργου Σπάσκυ του Κρεμλίνου βγήκε πάνω στο άλογο ο Σ.Μ. Μπουτιένυ. Άρχισε η επιθεώρηση των στρατευμάτων. Κατόπιν από την εξέδρα του Μαυσωλείου μίλησε ο Ι.Β. Στάλιν.
Άρχισε η ιστορική παρέλαση του 1941. Η παρέλαση αναπτέρωσε το ηθικό των μαχητών του μετώπου και όλων των Σοβιετικών ανθρώπων. Αυτό αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για το κύρος των Χιτλερικών, που φωνασκούσαν για χρεωκοπία του Κόκκινου Στρατού, για αφανισμό της Μόσχας, και όλου του Σοβιετικού κράτους. Όλο ο Σοβιετικός λαός, και οι λαοί όλου του κόσμου κατάλαβαν: εφ’ όσον η πρωτεύουσα γιορτάζει πανηγυρικά την επέτειο του Οκτώβρη, την στιγμή που βρίσκονται σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων οι Χιτλερικές ορδές, σημαίνει ότι η Μόσχα είναι ακλόνητη, και η άμυνά της γερή.
Μετά την συντριβή των φασιστών έξω από την Μόσχα, που άρχισε με την αντεπίθεση των στρατευμάτων μας στις 5 Δεκεμβρίου, οι πόλεις και τα χωριά της περιοχής της Μόσχας, που απελευθερώθηκαν από τους κατακτητές, αποτελούσαν φοβερό θέαμα.
Είχαν μετατραπεί σε ερείπια τα αριστουργήματα της Ρωσσικής αρχιτεκτονικής – το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ στον Ίστρα, και τα μουσεία του Μποροντίν και του Μωζάϊσκ. Θα μείνει για πάντα στην μνήμη η επίσκεψη του σπιτιού, του μουσείου του Π.Ι. Τσαϊκόφσκυ στο Κλιν, που οι Χιτλερικοί το λεηλάτησαν και το μετέτρεψαν σε σταύλο.
Λίγο διάστημα παρέμειναν οι κατακτητές στην περιοχή της Μόσχας. Αλλά και σ’ αυτό το διάστημα προξένησαν σοβαρές ζημιές στην οικονομία της. Κατέστρεψαν εντελώς 640 μικρά και μεγάλα χωριά, κατέστρεψαν πάνω από 47 χιλιάδες σπίτια κολχόζνικων, 1.000 περίπου σχολεία, περίπου 800 σπίτια πολιτισμού, βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, 700 βιομηχανικά και παραγωγικά κτίρια. Η ζημιά έφτασε στο ποσό των 30 περίπου δισεκατομμυρίων ρουβλίων. Αλλά με κανένα αριθμό δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί η πιο βαρειά απώλεια – ο θάνατος των άμαχων κατοίκων και η βίαιη μεταφορά (αμάχων) στην Γερμανία.
Επέκειτο δύσκολη και εντατική δουλειά για την αναστήλωση της καταστραμένης οικονομίας. Αλλά το κυριώτερο είχε γίνει – ο εχθρός είχε συντριβή έξω από την Μόσχα”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι όσα χτες και σήμερα καταχώρησα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” άντλησα από το περιοδικό “Πολιτική-Οικονομική Έρευνα” (Σεπτέμβριος 1975, Σελ. 21-23), του εξαιρετικού Γιάννη Βιστάκη.
Κώστας Π. Παντελόγλου