Καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου και υπενθυμίζω ότι τα καταχωρηθέντα χτες αλλά και τα καταχωρούμενα σήμερα είναι από το βιβλίο “Μνήμες” του διατελέσαντος Δημάρχου Μυτιλήνης Απόστολου Ε. Αποστόλου:
“… Αλλ’ εκείνο που βάραινε περισσότερο ήταν άλλο. Ήταν το πώς αντιμετώπιζε την Αυτοδιοίκηση, γενικά, εκείνα τα χρόνια, το Κράτος. Και το Κράτος τοποθετούσε, τότε, την Αυτοδιοίκηση πολύ χαμηλά. Την ήθελε ολότελα εξαρτημένη απ’ αυτό. Την έβλεπε σαν τον φτωχό συγγενή, που έπρεπε να έχει διαρκώς το χέρι απλωμένο και να εκλιπαρεί μια μικρή βοήθεια. Και το ύψος της βοήθειας καθοριζόταν ανάλογα με το χρώμα του Δημάρχου που υπέβαλλε το αίτημα. Αν ήσουν γαλάζιος έπαιρνες. Αν ήσουν κόκκινος δεν έπαιρνες ή έπαιρνες ψίχουλα. Υπήρχαν και οι ενδιάμεσες αποχρώσεις. Αν γαλαζόφερνες, σε πρόσεχαν και σε μεταχειρίζονταν προσεκτικά, με την ελπίδα πως θα σε κάνουν ν’ αποκτήσεις, κάποτε, το καθαρό γαλάζιο χρώμα. Κι αν η απόχρωσή σου πήγαινε προς το ροζ, πάλι σε πρόσεχαν, από τον φόβο μην σε σπρώξουν και προτιμήσεις το βαθύ κόκκινο χρώμα. Κι όλα αυτά, τα κανόνιζαν οι βουλευτές. Αυτοί κυριαρχου΄σαν στον Νομό. Έδιναν κι έπαιρναν. Ο κυβερνητικός βουλευτής ήταν ο πασάς που εξουσίαζε, δεσποτικά, το βιλαέτι του. Αυτός έδινε εντολές και στον (διορισμένο) Νομάρχη, που έπρεπε να πειθαρχεί και να εκτελεί, αδιαμαρτύρητα, και τα πιο παράλογα παραγγέλματα. …
Τι προκοπή, λοιπόν, μπορούσα να έχω και ποια μεταχείριση να περιμένω εγώ, που από χρόνια είχα φορέσει την κόκκινη χλαμύδα και έτσι ντυμένος, ακόμα, βρέθηκα, απροσδόκητα, μέσα στα πόδια του μαινόμενου ταύρου; Πώς να φερθώ και τι να κάνω; Ν’ αφήσω να με τσαλαπατήσουν; Ε, όχι! Τέτοια ντροπή, δεν την δεχόμουν. Αυτό το άδοξο τέλος, δεν το ήθελα. Εγώ ξεκίνησα την καινούργια εξόρμηση, ύστερα από σκέψη πολλή. Μπήκα στον Δημοτικό στίβο, με την διάθεση και απόφαση να κερδίσω κάποιο κότινο. Την αγαπούσα την Πόλη αυτή. Γιατί μου χάρισε πολλά. Μου έδωσε πολλές ευκαιρίες για προβολή και ανάδειξη. Αγαπούσα τους ανθρώπους της. Γιατί μαζί τους έζησα χρόνια όμορφα και χρόνια άσχημα. Και ξαναγύρισα τώρα κοντά τους για να γίνω, άλλη μια φορά, συναγωνιστής και να παλαίψω μαζί τους, με καινούργια οράματα και διαφορετικούς στόχους. Γι’ αυτό ξαναγύρισα. Όχι για να γίνω ρετάλι απ’ αυτούς τους θεομπαίχτες. Θα τους αντιμετωπίσω. Και θα βρω τον τρόπο. Προσαρμογή χρειάζεται στις συνθήκες της εποχής. Το σκέφτηκα καλά. Το μελέτησα. Και πήρα την απόφαση. Ή, μάλλον, δεν πήρα καμμιάν απόφαση. Άφησα να με οδηγήσει το ορμέμφυτο. Αυτό που με οδηγούσε κάθε φορά που βρισκόμουν σε μιαν αφετηρία. Κι αυτή την φορά το ένστικτό μου έλεγε πως έπρεπε να πάγω με το μαλακό. Να συμφιλιωθώ με το περιβάλλον. Να προσαρμοστώ στην κατάσταση που επέβαλλαν οι καιροί εκείνοι. Αν ήθελα να κάμω κάτι. Να ωφελήσω την Πόλη. Να ωφελήσω τους ανθρώπους της, που ασφαλώς δεν μ’ έβαλαν στην θέση αυτή για να τους παρασύρω σε περιπέτειες ανεπίτρεπτες για την περίσταση. Άλλοι καιροί, άλλοι κανόνες δράσης.
Ποιον κανόνα, λοιπόν, θα ακολουθούσα; Μα το είπα. Θα ξεκινούσα μια προσπάθεια να σπάσω τον πάγο που μ’ έζωνε και να περάσω σε πιο ζεστά νερά. Να βγω από την απομόνωση. Υπήρχε τρόπος. …”
Κώστας Π. Παντελόγλου