Όσα θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” απέσπασα από τα πεπραγμένα της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών του έτους 1952 και αναφέρονται σε σχετική Ανακοίνωση του Καθηγητή Γεώργιου Τενεκίδη στην Συνεδρίαση της Εταιρείας την λαβούσα χώραν στις 15 Ιανουαρίου 1952, σημειώνοντας:
“Ο ομιλητής εξέθεσεν εν αρχή την ιστορικήν καταγωγήν της εννοίας της Διεθνούς Κοινότητος, ως αύτη ενεφανίσθη εν υποτυπώδει αρχικώς καταστάσει, αφ’ ης αι πρώται ωργανωμέναι ανθρώπιναι κοινωνίαι ήρξαντο ανταλλάσσουσαι τα προϊόντα των και εν γένει τα οικονομικά αυτών αγαθά. Έδωσε την εικόνα της ελλείψεως αυταρκείας των πρώτων κοινωνικών ομάδων και ανέφερε πώς αύται είχον συνειδητοποιήσει την οικονομικήν αυτών αλληλεξάρτησιν και πώς κατ’ ακολουθίαν είχον οργανώσει τας ανταλλαγάς αυτών, διαπιστώσασαι την ανάγκην όπως αι ανταλλακτικαί αυτών σχέσεις υπαχθώσιν εις υποχρεωτικούς κανόνας πάντοτε σεβαστούς.
Αι πανάρχαιαι εκείναι αντιλήψεις απετέλεσαν τας πρώτας εκφάνσεις εννοίας τινός Διεθνούς Δικαίου, όπερ τόσης αναπτύξεως έτυχεν εις τους νεωτέρους χρόνους, με την σημερινήν έννοιαν του Διακρατικού Δικαίου και των Διεθνών Πολιτικών ή Δικαστικών Οργάνων των εντεταλμένων την εφαρμογήν του.
Την σύγχρονον Διεθνή Κοινότητα διακρίνει η εν αυτή προσπάθεια εξισορροπήσεως δύο ανταγωνιζομένων άλληλα στοιχείων: της λειτουργίας αφ’ ενός του Κράτους, ως υπάτης εξουσίας εν ωρισμένω γεωγραφικώ χώρω και της λειτουργίας αφ’ ετέρου της Διεθνούς εννόμου τάξεως ως τάξεως “εξ ορισμού” Υπερκρατικής.
Αι σύμφυτοι προς την προσπάθειαν ταύτην ισορροπήσεως δυσχέρειαι ήγαγον – ιδία κατά την Μεσοπολεμικήν περίοδον – πλείστους δημοσιολόγους (ως τον Leon Duguit, τον Hans Kelsen, και παρ’ ημίν τον Στυλιανόν Σεφεριάδην) εις το συμπέρασμα ότι, ίνα λυθή το πρόβλημα της εξισορροπήσεως των δύο ανταγωνιστικών στοιχείων δέον όπως εξοβελισθή το έν εξ αυτών, και δη η εθνική κυριαρχία.
Παρά ταύτα, η Διεθνής νομολογία όσον και γενικώτερον η Διεθνής πρακτική διετήρησαν την έννοιαν της κυριαρχίας ως βασικόν στοιχείον της νομικής τεχνικής. Κατά δε τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, και μετ’ αυτόν, η όλη προσπάθεια από της πλευράς των Ηνωμένων Εθνών εστράφη προς την κατεύθυνσιν της αναστηλώσεως της κρατικής κυριαρχίας.
Διεπιστώθη πράγματι ότι η διασάλευσις της Διεθνούς ευρυθμίας δεν ωφείλετο εις την υπέρμετρον και πληθωρικήν άσκησιν του δικαιώματος της κυριαρχίας, αλλ’ ακριβέστερον εις την παραβίασιν της κυριαρχίας των κατ’ ιδίαν Κρατών.
Όταν δε η ντε φάκτο εξουσία των πολεμίων προς τα Ηνωμένα Έθνη Κρατών επεξετάθη εφ’ ολοκλήρου της Ευρώπης, η έννοια της κυριαρχίας απετέλεσε τον ύστατον νομικόν προμαχώνα κατά της αυθαιρεσίας του κατέχοντος: διότι άπαντα τα δικαστήρια των κατεχομένων Ευρωπαϊκών Κρατών, προκειμένου να επικαλεσθούν τα εκ της Δ’ Συμβάσεως της Χάγης του 1907 απορρέοντα δικαιώματα και εγγυήσεις υπέρ του υπό κατοχήν Λαού, εθεμελίωσαν τας αποφάσεις αυτών επί της εννοίας της κυριαρχίας, μη καταλυομένης συνεπεία του πραγματικού γεγονότος της στρατιωτικής καταλήψεως.
Ούτως η επιθετική πολιτική ενίων Κρατών δεν απετέλεσεν άσκησιν κυριαρχικού τινός δικαιώματος, αλλ’ αυτόχρημα παραβίασιν της συνισταμένης εκ πλειόνων κυριαρχιών Διεθνούς Δικαιοταξίας.
Δι’ ο και δεν αποδίδομεν πλήρως την νομικήν πραγματικότητα λέγοντες ότι το Κράτος είναι κυρίαρχον. Ακριβολογούμεν λέγοντες ότι τα Κράτη είναι κυρίαρχα, της μιας “κυριαρχίας” περιοριζούσης κατ’ ανάγκην την άλλην.
Και δεν είναι άμοιρον σημασίας το γεγονός ότι όλα τα εις την έννοιαν της κυριαρχίας αναφερόμενα σύγχρονα νομικά κείμενα, από των πρώτων πολεμικών διακηρύξεων – του Ατλαντικού και της Τεχεράνης – μέχρι του Καταστατικού Χάρτου του ΟΗΕ, ομιλούν περί “κυριάρχου ισότητος” των Πολιτειών, τουθ’ όπερ περικλείει την έννοιαν της πολλαπλότητος των κυριαρχιών, ως και του αμοιβαίου αυτών σεβασμού.
Πειρώμενος περαιτέρω ο ομιλητής να ορίση το περιεχόμενον της εννοίας της κυριαρχίας (το Κράτος ουδεμίαν αναγνωρίζει υπεράνω αυτού ωργανωμένην πολιτικήν εξουσίαν – το Κράτος δεν δύναται ν’ αποστερηθή δια νομικών μέσων των αρμοδιοτήτων αυτού) προβαίνει εις την διαπίστωσιν ότι η αρχή της κυριαρχίας, κατοχυρούμενη υπό του Καταστατικού Χάρτου του ΟΗΕ (αρθρ. 2 παρ. 7 και παρ. 1), υφίσταται εν τοσούτω ουσιώδεις περιορισμούς. Δι’ ο και ο όρος “κυριαρχία” είναι όλως αδόκιμος και δέον να αντικατασταθή δια του όρου “ανεξαρτησία”.
Ιδιαιτέρως σημειώνει ο ομιλητής περιπτώσεις καθ’ ας το Κράτος περιορίζεται υπό του Διεθνούς Δικαίου ως προς την εδαφικήν αυτού αρμοδιότητα, την αρμοδιότητα την ασκουμένην επί προσώπων, και την αναφερομένην εις τας δημοσίας αυτού υπηρεσίας. Δέον συνεπώς να συμπεράνωμεν ότι το Κράτος είναι μεν ανεξάρτητον, αλλ’ υπό την εξής θεμελιώδη επιφύλαξιν: ότι το παραβαίνον, επί ζημία τρίτης Πολιτείας, κανόνα Δικαίου κηρύσεσται Διεθνώς υπεύθυνον.
Δύναται το Κράτος να παραιτηθή της ανεξαρτησίας αυτού;
Το θέμα τούτο δίδει αφορμήν εις μακράν ανάπτυξιν και ο ομιλητής καταλήγει εις την άποψιν ότι δέον ν’ αναζητήσωμεν την λύσιν του τιθεμένου ούτω προβλήματος εις την εν γένει υφήν του Διεθνούς Δικαίου, όπερ δεν αποτελεί στατικόν και απολιθωμένον σύμπλεγμα δογμάτων, αλλά σημείον ηθικής και νομικής τελειώσεως προς το οποίον δέον αενάως να τείνουν τα Κράτη.
Από της απόψεως ταύτης την ορθήν κατεύθυνσιν επί του ερευνώμενου θέματος δίδει το άρθρον 76 του Καταστατικού Χάρτου του ΟΗΕ, καθ’ ο “οι βασικοί αντικειμενικοί σκοποί του συστήματος της κηδεμονίας συμφώνως προς τας προθέσεις των Ηνωμένων Εθνών … είναι … η υποβοήθησις της … πολιτικής προόδου των κατοίκων των υπό κηδεμονίαν εδαφών, και η προοδευτική εξέλιξις αυτών προς αυτοδιοίκησιν ή ανεξαρτησίαν …”.
Εφ’ όσον ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ υποδεικνύει αυτός ούτος την εξελικτικήν πορείαν, την πορείαν προς τα πρόσω, του Διεθνούς Δικαίου, και δη την “ανεξαρτητοποίησιν” των μη αυτοκυβερνωμένων και ήσσονος πολιτισμού Χωρών, οιαδήποτε παλινδρόμησις υπό την έννοιαν της καταλύσεως δι’ οιουδήποτε τρόπου της ανεξαρτησίας Κρατών μείζονος πολιτισμού θα ήτο όλως απαράδεκτος.
Αντίκειται επομένως εις τας θεμελιώδεις αρχάς του Διεθνούς Δικαίου όχι μόνον η εκ των έξω απόπειρα καταλύσεως της Κρατικής ανεξαρτησίας, αλλά και η εκ των ένδον δια συμβάσεως απαλλοτρίωσις αυτής.
Ο ομιλητής διερωτήθη εν τέλει αν η έννοια της ανεξαρτησίας είναι εισέτι βιώσιμος ή αν, όπως υποστηρίζουν ένιοι συγγραφείς, την αρχήν της ανεξαρτησίας υποκατέστησεν ήδη η αρχή της “νομιμότητος”, ήτις προϋποθέτει πληρότητα δικαίου και νομικήν ασφάλειαν, βεβαιότητα δηλαδή ότι αν προκύψη Διεθνής διαφορά αύτη θα αχθή υποχρεωτικώς προς κρίσιν εις Διεθνή Δικαστικόν Οργανισμον διαθέτοντα δύναμιν εξαναγκασμού.
Εφ’ όσον τα Κράτη, το γε νυν έχον, δεν δωσιδοκούν υποχρεωτικώς (ειμή κατ’ εξαίρεσιν), ενώπιον Διεθνών Δικαστηρίων και εφ’ όσον η έννομος Διεθνής Τάξις δεν διαθέτει δύναμιν εξαναγκασμού (ειμή ωσαύτως κατ’ εξαίρεσιν), δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθή ότι επεκράτησεν ήδη εις το περιβάλλον των Διεθνών Σχέσεων η αρχή της “νομιμότητος”, καταστήσασα άχρηστον την έννοιαν της ανεξαρτησίας, ήτις αντιθέτως υπό την επιφύλαξιν των ανωτέρω σημειωθέντων περιορισμών δεν έπαυσεν εισέτι ν’ αποτελεί στοιχείον ασφαλείας και συνεπώς στοιχείον χρήσιμον δια τα Κράτη. …”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι τα παραπάνω καταχωρηθέντα, μέρος και της εργασίας μου με τίτλο: “Κρατική Κυριαρχία, Διεθνές Δίκαιον, η Πορεία της Ευρώπης προς την Οργάνωσίν της. Ωρισμέναι βιβλιογραφικαί υποδείξεις σημασίας”, έχουν πρωτοδημοσιευθεί στην “Επιθεώρηση της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, το επίσημο όργανο των Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος το εκδιδόμενο από την Κεντρική τους Ένωση, τον Μάιο του 1959.