Image

Έτσι ξεκίνησε η προσπάθεια για να αποκτήσει τηλεόραση η Ελλάδα

thl_2013_2_23_11_39_39_b

Ένα γράμμα θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, ένα γράμμα που αναφέρεται στην προσπάθεια για ν’ αποκτήσει τηλεόραση η Ελλάδα – το γράμμα αυτό έστειλε η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, μετά την έναρξη στις 23 Φεβρουαρίου 1966 της λειτουργίας του πειραματικού σταθμού τηλεόρασης, στην “Επιθεώρηση Τέχνης” και εκείνη το δημοσίευσε στο υπ’ αριθ. 135 τεύχος της (Μάρτης 1966).

Ας το διαβάσουμε, λοιπόν· είναι κατατοπιστικό για πρόσωπα και πράγματα:

“Αγαπητή “Επιθεώρηση Τέχνης”

Στις 23 του Φλεβάρη άρχισε η λειτουργία του πειραματικού σταθμού τηλεόρασης. Με την ευκαιρία αυτή θυμήθηκα πώς ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια για την οποία δεν άκουσα να γίνεται η παραμικρή μνεία.

“Το ραδιόφωνο είναι καταδικασμένο να πεθάνει αν δεν ολοκληρωθή σ’ ένα σύνολο με την τηλεόραση. Είναι γνωστή η καθυστέρηση στον τόπο μας και οι δυσκολίες. Τώρα πρέπει να ξεκινήσουμε την συστηματική προετοιμασία, τα προεισαγωγικά βήματα. Πρέπει θα πει θέλω, θέλω θα πει θέλουμε. Θέλουμε θα πει το πετυχαίνουμε. Τώρα όμως είναι ανάγκη να σας εξηγήσω πριν απ’ όλα πως οι δυσκολίες που θάχουμε να αντιμετωπίσουμε θα είναι τεράστιες. Θα υπάρξει η συμπαράσταση και η ηθική ενίσχυση του Προέδρου (της Κυβερνήσεως) Γεωργίου Παπανδρέου. Αυτή νομίζω ότι την έχουμε. Από κει και πέρα όμως θα παρεμβληθούν πάσης φύσεως οικονομικά εμπόδια, συμφέροντα λογής λογής. Θα γίνουν προσπάθειες να μας απογοητεύσουν, να μας κουράσουν, να μας απελπίσουν. Γι’ αυτό, πριν απ’ όλα, πρέπει να δούμε αν θέλουμε να πετύχουμε. Αν βεβαιωθώ γι’ αυτό, πετύχαμε κι όλας”.

Ένας μικρόσωμος νευρώδης άντρας, καθισμένος ανάμεσα σε πέντε έξη πρόσωπα, τα λέει αυτά. Είναι γιομάτος πάθος. Οι άλλοι τον ακούνε σκεφτικοί. Κάποιος αποφασίζει να θέσει ένα ερώτημα συγκεκριμένο επί του θέματος. Ο Σάκης Πεπονής – αυτός είναι που έχει βάλει το ζήτημα – τον διακόπτει. -Όλες οι ερωτήσεις έχουν απάντηση. Αυτό που προέχει τούτη την στιγμή είναι η δική σας απάντηση στο δικό μου ερώτημα. Θέλετε; Αυτό θα τα κρίνει όλα.

Δεν ρωτάει πια. Φλέγεται. Παρασύρονται όλοι οι παρόντες.

-Θέλουμε.

-Σύμφωνοι. Από αύριο βάζουμε πλάνο για τηλεόραση. Πάυση. Κοιτάζει τους συνεργάτες του και συμπληρώνει: Ο κύριος Γιαννακάκος αναλαμβάνει την διεύθυνση του Πειραματικού Σταθμού.

Ο κύριος Γιαννακάκος δεν πρόφτασε ούτε να διαμαρτυρηθή. Από την ίδια εκείνη ώρα άρχισε να σκέφτεται τις τεράστιες ευθύνες που είχε επωμισθή. Το άλλο κι όλας πρωί τις είχε αποδεχθή.

Ήμουν αυτόπτης μάρτυς, και σαν τέτοιος μιλάω. Παρακολούθησα αυτόν τον αγώνα, αυτόν τον μόχθο, αυτήν την επίτευξη και χαιρετάω με αληθινή χαρά την νίκη των τέως συναδέλφων μου, γιατί είναι νίκη τους, προσωπική και αδιάσειστη.

Η πρώτη δυσκολία και η πρώτη νίκη αυτών που ξεκινήσανε ήταν η απόφαση που πήρανε να κάνουνε τα πάντα μοναχοί τους. Κανένα ξένο κεφάλαιο, κανένας ξένος τεχνικός, κανένας ξένος ειδικός. Είπανε: όλα θα τα μπορέσουμε μοναχοί μας. Και τα μπορέσανε.

Γενικές σπουδές είχανε κάνει οι περισσότεροι. Από τους ειδικευμένους πάλι έλειπε η πείρα. Ήταν όμως τέτοιος ο ενθουσιασμός και η πίστη σ’ αυτό που αναλάβανε, ώστε να καλύπτουν κάθε μέρα κι άλλο κενό, να κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή την γνώση και την εμπειρία. 

Δίχως στούντιο, δίχως τεχνικόν εξοπλισμό, έχοντας στην διάθεσή τους ένα δωμάτιο όλο όλο που ούτε για αποθήκη υλικού δεν θα έφτανε, έφτασε για όλα.

Θυμάμαι τις πρώτες μακέττες της κυρίας Σολομωνίδου κρεμασμένες σε κείνο το δωμάτιο, τα σλόγκαν του κύριου Τσίρου καρφιτσωμένα από κάτω, την πρώτη προβολή τους, την ανυπόκριτη χαρά όλων των συναδέλφων για την επιτυχία ενός, ενός χωριστά, που ήταν επιτυχία του συνόλου.

Μπροστά σε μια κάμερα – που έπρεπε να την μεταχειρίζονταν σαν νάταν δυο – διευθυντής, μηχανικοί, συνεργάτες προγράμματος, ακόμα κι ο μικρός καφετζής, γινόντουσαν με το ίδιο κέφι και τον ενθουσιασμό, πειραματόζωα της δουλειάς που ετοίμαζαν οι εκφωνητές και ηθοποιοί, μηχανολόγοι και ηθοποιοί. Σπάνια έχω δει τέτοια σύμπνοια, τόσο μόχθο και διαμαρτυρία καμμιά. Κι ας μην φανταστεί κανείς πως υπήρξε η οποιαδήποτε χρηματική αμοιβή για τις ατέλειωτες αυτές υπερωρίες. Κι όποιος γνωρίζει τους μισθούς πείνας του Ε.Ι.Ρ. θα γνωρίζει πως κανένας υπάλληλός του δεν μπορεί να ζήσει αν δεν κάνει και μια δεύτερη δουλειά. Όχι λοιπόν καμμιά αμοιβή (για υπερωρίες) αλλά και η προσωπική θυσία καθενός της άλλης δουλειάς του, για να αφιερωθή ολοκληρωτικά σ’ αυτό που ανέλαβε και να το βγάλει πέρα.

Πού οφείλεται αυτό; Εκεί που οφείλεται ό,τι μεγάλο και ωραίο γίνεται σ’ αυτόν τον τόπο. Στο θαυμάσιο ανθρώπινο υλικό, στον ακατάλυτο δυναμισμό του, στο φιλότιμο – να μια λέξη μόνο ελληνική – φιλότιμο και λεβεντιά, είναι δυο λέξεις που χαρακτηρίζουν πέρα για πέρα την ράτσα μας, και δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό του κόσμου η αντίστοιχη λέξη που να τις εξηγεί.

Όταν βρεθή ένας αληθινός εμψυχωτής, βρίσκονται αυτόματα οι εμψυχωνόμενοι και αυτό που είναι πραγματικά μεγάλο και σπουδαίο είναι πως έτσι και πέσει ο σπόρος τίποτα δεν σταματά την βλάστηση.

Δεν έχει σημασία πια αν ο τότε Γενικός του Ε.Ι.Ρ. Σάκης Πεπονής αποχώρησε, ο σπόρος πούριξε έπιασε και βλάστησε. Στις 23 του Φλεβάρη ζωντανέψανε για πρώτη φορά οι νεκρές οθόνες των δεκτών τηλεοράσεως. Ο Α’ πειραματικός σταθμός τηλεοράσεως Ελλάδος επισημοποίησε την λειτουργία του. Του ευχόμαστε καλή σταδιοδρομία και χαιρόμαστε από καρδιάς για την νίκη του.

Επειδή κανείς απ’ όλους αυτούς που τόσο δουλέψανε, είμαι βεβαία, δεν θα θελήσει να προβληθή, ας μου επιτρέψουν να αναφέρω εγώ τα ονόματά τους. Δεν θέλω να προσβάλλω την σεμνότητά τους, όμως είναι άδικο αύριο, γιατί κι αυτό θα συμβή, να σφετεριστούν την ανωνυμία τους.

Η σειρά που μπαίνουν τα ονόματα δεν έχει καμμιά σημασία. Όλοι τους ήταν το ίδιο απαραίτητοι, το ίδιο αφιλοκερδείς και ακαταπόνητοι.

Αυτοί που ξεκινήσαν λοιπόν ήταν: Ο Μιχάλης Γιαννακάκος, ο Βασίλης Ασλανίδης, ο Μιχάλης Ψαλλίδας, ο Θαλής Καρατζάς, ο Άρης Στασινόπουλος, ο Τάκης Τσίρος, ο Γιώργος Δάμπασης, η Έλλη Σολομωνίδου, ο Γιώργος Κάρτερ, ο Γιώργος Ανεστόπουλος, ο Γ. Καρμπέρης, ο Β. Γεωργόπουλος, ο Φ. Λουγκής, ο Δ. Κατωτάκης και ο Γ. Μπεμ”.

Κώστας Π. Παντελόγλου