Όσα θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” πρωτοδημοσιεύτηκαν πριν 50 χρόνια στην “Μικρασιατική Ηχώ”, την μηνιαία έκδοση της Ενώσεως Σμυρναίων – πρόκειται για απόσπασμα γραφτού που φέρει την υπογραφή του Σμυρνιού ζωγράφου Νικ. Καρτσωνάκη-Νάκη:
“Και τώρα για μιαν άλλην ακόμα πνευματικήν εκδήλωση στα μαύρα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για την έκδοση της μικρής φιλολογικής εφημερίδας, της “Ηχώς”, στον Απάνω Μαχαλά της Σμύρνης … Εποχή πείνας στον λαό και τρόμου.
Μας ερχόντουστε χαμπέρια από τα βάθη της Ανατολής και του Πόντου. Τους στρατευμένους Χριστιανούς δεν τους κατατάσανε οι Τούρκοι σε μάχιμο στρατό, αλλά τους στέλνανε στα βάθη της Ανατολής, για να κάνουνε δρόμους στα εργατικά τάγματα, τα αμελέ ταμπουρού. Από την πείνα, τις κακουχίες και τον εξανθηματικό λίγοι γυρίσανε πίσω. Ήταν ένας τρόπος ξολοθρεμού των Χριστιανών.
Πολλοί νέοι Χριστιανοί, που θέλανε ν’ αποφύγουνε τον μαρτυρικόν αυτόν θάνατο, κρυβόντουστε ή στα σπίτια τους ή στα συγγενικά σπίτια σε κρυψώνες και πηδάγανε σε ώρες που κάνανε οι Τούρκοι μπλόκο για να τους πιάσουνε, σε πλαϊνά Χριστιανικά σπίτια. Αυτοί αποτελούσανε τα λεγόμενα ταβάν ταμπουρού.
Τέτοιος ήτανε κι ο εκδότης της “Ηχώς” Μάρκος Μαύρος, με φιλολογικό ψευδώνυμο Δρόσος Αύρας. Κρυβότανε στο σπήτι του που βρισκότανε στον Απάνω Μαχαλά κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Του ναού αυτουνού, λένε, πως το μαρμάρινο καμπαναριό του σώζεται ακόμα, και του οποίου ναού το αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο σώθηκε και είναι στημένο στον Ναό της Αγίας Φωτεινής στην Νέα Σμύρνη.
Το σπίτι του Δρόσου Αύρα ήτανε παλαιϊκό, είχε μια ξύλινη πορτάρα στον δρόμο και δυο παράθυρα στο απάνω πάτωμα. Πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια των παραθύρων αυτουνών στεκόντανε όλη τη μέρα η αδερφή του Μάρκου και παρακολουθούσε αλαφιασμένη την κίνηση του δρόμου, μη φανούνε τίποτα πολίτσιες και πιάσουνε τον αδελφό της.
Μόλις χτύπαγε κανείς την πόρτα πεταγότανε η κακομοίρα από το παράθυρο και κύτταζε την πόρτα κάτωχρη και τρομοκρατημένη. Λίγο παραπάνω, λίγο παρακάτω, τούρκικα σπήτια κι οβρέικα. Θυμούμαι τον πατέρα του Μάρκου, ήτανε γέρος και κουφός, αλλά φημιζότανε για καλός μάστορας χτίστης και οι Τούρκοι της γειτονιάς όλοι τόνε γυρεύανε όταν θέλανε να κάνουνε μερεμέτια στα σπήτια τους.
Όταν τον ρωτάγανε “πού είναι ο γυιός σου;” “Ασκέρ, απαντούσε, στο Ερζερούμ”.
Κάτω απ’ αυτό το αδιάκοπο χτυποκάρδι, τριγυρισμένος από βιβλία και περιοδικά, έβγαζε ο κατσάκης Δρόσος Αύρας ένα μικρό φιλολογικό δισέλιδο φύλλο, την “Ηχώ”. Το τύπωνε σε πολύγραφο. Η ύλη του δεν ήτανε πρωτότυπη, αλλά έγραφεν ο ίδιος ποιήματα και διηγήματα. Και άλλοι νέοι στέλνανε συνεργασία ανάλογη. Όταν τυπωνότανε το φύλλο το παίρνανε οι φίλοι του και το πουλάγανε ένα μεταλλίκι. Όταν πήγαινες να τον δεις σε όρκιζε σε έναν ατελείωτο μονόλογο για την φιλολογία και έλεγες αμάν Χριστέ μου να πάψη. Εμένα με πρόσλαβε για να κάνω γελοιογραφικά σκίτσα. Του πήγα λοιπόν μερικά με την υπογραφή μου “Ν. Καρτσωνάκης”.
Όταν ξαναπήγα να τον δω μου είπε: Άκουσε αγαπητέ μου, καλά ήτανε τα σκίτσα σου, αλλά σου κόψαμε το μισό σου επίθετο, από Καρτσωνάκης το κάναμε Νάκης, γιατί είναι μακρύ και έχει και κάρτσες μέσα! Έκτοτε έγινεν αυτή η περιτομή του επιθέτου μου από τον αρχισυντάκτη της “Ηχώς”.
Η “Ηχώ” είχε και έναν οικονομικόν ενισχυτή. Ήταν ένας μαθητής της Ευαγγελικής Σχολής κάτοικος του Απάνω Μαχαλά, που η μητέρα του είχεν ένα κατάστημα τροφίμων εκεί κοντά. Λεγότανε Γιάννης Χρυσόπουλος και καμμιά φορά έδινε λεφτά για να αγοραστή χαρτί για την “Ηχώ” ή πάστα για τον πολύγραφο. Λοιπόν, ο αρχισυντάκτης της “Ηχώς” τον ανακήρυξεν ευεργέτη της εφημερίδας και του άλλαξε το επίθετο, από Χρυσόπουλο τον έκανε Χρυσοσκορπά.
Στην επικεφαλίδα της εφημερίδας ήταν γραμμένο: “οικονομικός διευθυντής Γιάννης Χρυσοσκορπάς”.
Πόσα χρόνια βάστηξε η έκδοση της “Ηχώς” δεν θυμάμαι. Ήρθεν η Ανακωχή, βγήκεν ο νέος ελεύθερος από την κρυψώνα του, ήτανε ωχρός κι ανήλιαγος, ήρθεν η Ελληνική Κατοχή ακολούθησε η (Μικρασιατική) Καταστροφή και το μακελειό εκατομμυρίων αθώων Χριστιανών, έφτασεν η Μεγάλη Ελλάδα στην Κοκκινιά και στο Δουργούτι, και ο Δρόσος Αύρας βρέθηκε με την ψυχή στο στόμα στην Αλεξάνδρεια.
Αυτήν την βασανισμένη ψυχή την παράδωκε σε λίγο εκεί κάτω, γιατί προσβλήθηκε από τύφο και πέθανε”.
Κώστας Π. Παντελόγλου