Καταχωρώ σήμερα το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – το πρώτο μέρος έχω καταχωρήσει και πάλι στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”:
“Η Αγία Φωτεινή. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνιείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Καθώς έμπαινες μέσα στην εκκλησία αιστανόσουνε ότι ήμπαινες κάτω από την ασφάλεια του Χριστού. Αυτή είχε τρία κλίτη, ήτανε ναός δρομικός. Φωτιζότανε λίγο από τα τζάμια των παραθύρων της που είχανε πολλά χρώματα, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, μωβ. Το φως του πρωϊνού ή του απογέματος ήμπαινε μέσα φιλτραρισμένο από τα πολύχρωμα τζάμια κι ήδινε μια μυστηριώδη ατμοσφαίρα στην εκκλησιά.
Το τέμπλο που χώριζε την εκκλησιά από το ιερό ήτανε ξυλόγλυπτο, ψιλοδουλεμένο και επίχρυσο. Η διακόσμησή του ήτανε καμωμένη από άνθη, φυτά, πουλιά και ζώα, όμορφα συνθεμένα κι αριστουργηματικά σκαλισμένα. Είχε ακόμα μικρές ανάγλυφες θρησκευτικές σκηνές, όπως έχει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησιάς του Άη Γιάννη του Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά, που σώθηκε και τώρα είναι στημένο στην εκκλησιά τση Άγια Φωτεινής της Νέας Σμύρνης. Και τα δυο αυτά τέμπλα είναι φαίνεται σύγχρονα, καμωμένα στο τέλος του 18ου αιώνα. Το στυλ τους είναι το λεγόμενο μπαρόκο.
Οι εικόνες του τέμπλου ήτανε παλαιικές, μαυρισμένες από τα κεριά και τα λιβάνια. Μερικές ήτανε καπλαντισμένες με ασήμι. Βαρύτιμα ασημένια καντήλια ήτανε κρεμασμένα μπροστά τους.
Ο θρόνος ο δεσποτικός καθώς και ο άμβωνας ήτανε ξυλόγλυπτα έργα.
Καρσί από τον δεσποτικό θρόνο ήταν εδυο άλλοι, ο ένας του Προξενείου της Ρωσίας και ο άλλος της Ελλάδας. Και οι δυο είχανε στο απάνω μέρος τα στέμματα των δύο κρατών, κεντημένα απάνω σε ατλάζι.
Όταν ήβλεπες τον ρούσικο δικέφαλον αετό, ο νους σου πήγαινε στην Αγία Πετρούπολη, στο παλάτι του Τσάρου πασών των Ρωσιών που ήτανε ο βραχίονας της Ορθοδοξίας. Φανταζόσουνα τον Τσάρο καθισμένο στον μαλαματένιο θρόνο του να ρίχνει άγριες ματιές κατά την Κωνσταντινούπολη και να τρίζει τα δόντια του. Τότες ο Σουλτάνος τση Τουρκίας ηζάρωνε από την τρομάρα του κι ηχωνούντανε πιο βαθειά μέσα στο φέσι. Έπειτα ήβλεπες το Ελληνικό Στέμμα, σκεπτόσουνα τον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο, με το ξανθό μουστάκι του και τον γυιο του Κωνσταντίνο. Αυτός θα ‘μπαινε στην Πόλη και Αγιά Σοφιά, έτσι έγραφε τουλάχιστον ο Αγαθάγγελος.
Στον θρόνο του εστεκούντανε ο Δεσπότης, έτι πατέρας έτι προστάτοης. Μόλις ηγύριε το κεφάλι του κατά το πλήθος για να το ευλογήσει, ήστραφτε η κορώνα του από την λάμψη των διαμαντιών και των ρουμπινιών που είχε απάνω της. Τα πετράδια ηπετάγανε ασπίθες. Ήριχνε το γαληνεμένο βλέμμα του με στοργή στο εκκλησίασμα σαν χάδι κι ο κόσμος ηστανότανε … να διαπερνά το σώμα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ένα γλυκό χαμόγελο ήτανε πάντα στα χείλια του και φώτιζε όλο του το πρόσωπο με αγιοσύνη.
Έμποροι, νοικοκυραίοι και προύχοντες ήτανε το εκκλησίασμα. Στα στασίδια τους ηστεκούνταστε οι χαλεπλήδες κασμηράδες που φοράγανε τα αμπασουάδικα, μακρυές τσόχινες βράκες που φτάνανε μέχρι τσοι αστραγάλοι τους. Ήτανε ζωσμένοι με πλατειά βυσσινιά μεταξωτά ζωνάρια και το φέσι τους το βγάζανε μόνον όταν περνάγανε τα Άγια.
Έβγαινεν ο διάκος ντυμένος με βαθυκόκκινο στιχάρι κεντημένο με χρυσά κοσμήματα, θύμιαζε δεξιά, αριστερά, απάνω, κάτω. Ο κόσμος υποκλινότανε με ευλάβεια. Ο ήχος των ασημένιων κουδουνιών του θυμιατού ανακατευότανε με τα ψαλσίματα των ψαλτάδων και τις μελωδικές φωνές των παιδιών που καλοναρχούσανε.
Ο καπνός του θυμιατού γινότανε πολύχρωμος όταν ήπεφτε το φως του ήλιου πο ήμπανε από τα χρωματιστά τζάμια των παραθύρων τση εκκλησιάς. Την εγιόμιζε με την μυρωδιά του λιβανιού, θάμπωνε τα πάντα, ακόμα και την μορφή του αρχαϊκού Χριστού, που μας κοίταζαν αυστηρά εμάς τσοι αμαρτωλοί, αλλά εμείς δεν τονε φοβόμαστε, γιατί ηξαίραμε πως μας αγαπούσε και ότι σταυρώθηκε για να μας γλυτώσει από τα νύχια του Σατανά.
Λίγο συνεπαρμένος να ήσουνα από την Θεία Χάρη, θα άκουες το φτερούγισμα των αγγέλων ψηλά στους θόλους τση εκκλησιάς, που συνοδεύανε τα άγια των Αγίων όταν τα βγάζανε οι παπάδες από το ιερό.
Ταπεινή ήτανε εκεί η ορθόδοξη θρησκεία μας. Μα πόσο γέμιζε την ψυχή μας με ελπίδες για μια λευτεριά στην γη και για μια ζωή μακαρισμένη στον άλλο κόσμο.
Όταν μπαίνανε μέσα στο ιερό τα Άγια, ηβγαίνανε οι Εμφόροι με τση ασημένιοι δίσκοι στα χέρια κι άκουες τότε ένα άλλο μεταλλικόν ήχον ντιν, ντιν, ντιν, να πέφτουνε μέσα τση δίσκοι τα μετζήτια, τα οχταράκια, τα καρτάκια, τα τεσσαράκια των πιστών, για να συντηρηθούνε μ’ αυτά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησιές, ορφανοτροφεία, συσσίτια.
Και μετά όλα αυτά; Μαχαίρι, αίμα, φωτιά, εξανδραποδισμός.
Χαίρε μεγαλοφυής ελληνική πολιτική, χαίρε. Ξεκαθάρισες ριζικά το ζήτημα των αλυτρώτων”.
Κώστας Π. Παντελόγλου