Όσα ακολουθούν απόσπασμα είναι από μια αναφορά στο βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου με τίτλο “Νερά χώματα και άλλα πολλά (Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977, Σελ. 248), που δημοσιεύθηκε στο “Διαβάζω” (τεύχος 12, Μάιος Ιούνιος 1978) με την υπογραφή της διακεκριμένης της κοινωνικοπολιτικής πρωτοπορίας και των γραμμάτων Φούλας Χατζηδάκη:
“Μέσα λοιπόν στα όσα λέει, έτσι κουβεντιαστά, με αναδρομές, πηδώντας από τη Βουδαπέστη ή το Ελσίνκι στη Λέσβο του, στο Αιγαίο, στο Ελληνικό τοπίο και πάλι ξαναπιάνοντας τον μύθο με ένα “ας ξαναγυρίσουμε…” υπάρχουν χαρακτηρισμοί ανθρώπων και αποφθεγματικές γνώμες που λειτουργούν τόσο ευθύβολα ώστε θα τα ‘λεγα σοφά, όπως λόγου χάρη όταν λέει για τον Αλέξανδρο Σβώλο “η προσωπική αρετή του στάθηκε εμπόδιο στο να ωφελήσει τον τόπο μας όσο έπρεπε. Γιατί για να υλοποιήσεις τις αρετές σου χρειάζονται και κάποια ελαττώματα που ο Σβώλος δεν τα είχε”. Ή όταν απ’ αφορμή την τέχνη -το παντοτινό του μεράκι- θυμάται τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου (σπεύδει, φυσικά, να μας πει πως πρόκειται για απλή συνωνυμία “βαρέθηκα ν’ ακούω καλαμπούρια κοινότατα τόσο που θα τα είχαν επαναλάβει τα εκατομμύρια από τους κατοίκους της γης αν τύχαινε να είμαι ποδοσφαιριστής και τύχαινε να κατέβαζα μια κλωτσιά κοσμοϊστορική κατά τα μυαλά τους”. Το ποδόσφαιρο το χαρακτηρίζει αλλού “εμφύλιο και διεθνικό ψυχικό ψυχροπόλεμο” – θα μπορούσε και να προσθέσει κάποτε και αρκετά θερμοπολεμικό! Αλλά ας γυρίσουμε κι εμείς στην τέχνη, στον Πανσέληνο των τοιχογραφιών, όπου ο δικός μας Πανσέληνος είδε “Την άλλη πίστη στην ακατάλυτη μορφή της τέχνης, με την ενάργεια, την χρωματική της ποιότητα και την ένταση. Με την στενά δεμένη με το θρησκευτικό του αίσθημα ζωγραφική αρμονία. Η ίδια πίστη με την τέχνη του Πικάσσο της “Γκουέρνικας”, η ίδια τέχνη που ταράζει σήμερα την ανθρωπότητα ενάντια στις κακοποιές δυνάμεις που η ίδια εξέθρεψε”. Και πάλι από αφορμή την τέχνη, μα και άλλα: “όσο αγνοεί κανείς ένα θέμα τόσο μιλάει γι’ αυτό με πεποίθηση”. Κι αλλού: “η Διανόηση του Κράτους είναι πάντα ένα πρόβλημα”. Τέτοια και άλλα πετυχημένα για αξιώματα, παράσημα και λιλιά, μα και για κείνους που κολακεύουν τους κατέχοντες αυτά (“η κολακεία είναι πάντα μια απάτη προμελετημένη” φθέγγεται ο συγγραφέας που θεωρεί “πολύ σημαντικούς τους ασήμαντους ανθρώπους”).
Για τις εντυπώσεις του Πανσέληνου από πολιτείες και ανθρώπους δεν θα μιλήσουμε περισσότερο, είναι πάντα αρκετά υποκειμενικές οι τέτοιες περιγραφές και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εποχή και τις συνθήκες, είναι δηλαδή άλλο να δεις το Ελσίνκι σ’ ένα συνέδριο το 1962 κι άλλο να το ‘χεις δει λ.χ. στην πείνα και την δυστυχία μετά τον Πόλεμο. Ωστόσο ο λυρισμός του Πανσέληνου της πολιτείας που επισκέπτεται, προ πάντων στη Βουδαπέστη, έχει μια ιδιαίτερη γοητεία.
Ο Πανσέληνος ξέρει να “χαζεύει”, όπως λέει, τις πολιτείες, ξέρει ακόμα να πλησιάζει τους ανθρώπους ανθρώπινα, να δημιουργεί κλίμα οικειότητας και να δείχνει εμπιστοσύνη, πράγμα στην εποχή μας αξιοζήλευτο. Δεν χαρίζεται σε στενοκεφαλιές και δογματικές απολυτότητες: “Όσους δε συμφωνούν μαζί μου τους σέβομαι. Όσους με κατηγορούν γιατί η γνώμη μου δεν είναι σύμφωνη μαζί τους τους θεωρώ φασίστες”. Δείχνει μια διάθεση κατανόησης του άλλου που σπάνια συναντά κανεις πια στον σημερινό πνευματικό κόσμο του μονόλογου. Ξέρει ακόμη – και αυτό όχι τόσο συνηθισμένο – πως η ιστορία δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με την δική του γενιά, όσο κι αν δεν την έζησε αυτήν έντονα και συχνά αρκετά ακριβοπληρωμένα: “Ο έρωτας κι η ελευτερία ποτέ δεν χορταίνονται”.
Επειδή αγαπά τόσο την λευτεριά και την ζωή, τον έρωτα, τους ανθρώπους και την τέχνη, γράφει: “Ω να μπορούσε κάτι να στάξει από τούτο το γήινο πρωινό του Ελσίνκι μέσ’ στις καρδιές των τυράννων που κυβερνούν τους ανθρώπους”, ρομαντική ευχή επαναστάτη που κρατά ζωντανή μέσα του την φλόγα της ανθρωπιάς και του λυρισμού. Στο Ελσίνκι βλέπει ακόμη “ξυλεία, τυριά, βούτυρα, γουναρικά και καημούς να στοιβάζονται για τις άκρες του Κόσμου. Μια ακταπόνητη κίνηση και το λιμάνι χτυπάει σαν καρδιά”.
Καθώς όμως ο Πανσέληνος είναι αιγαιοπελαγίτης και αντιμεταφυσικός Έλληνας, δηλαδή πολιτικά στοχαζόμενος πολίτης, λέει και τούτο: “Η ανάμνηση μερικών πραγμάτων χρειάζεται πάντα ως το σημείο που δίνει μαθήματα για το μέλλον. Πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες σήμερα, και πιο πολύ ο λαός, έχουμε κοινό συμφέρον να στεριώσουμε πρώτα αυτή την σκέτη πολιτική δημοκρατί της χώρας και να δούμε το χάλι μας! Το να προβάλλεις ανεπίτευκτα αιτήματα που διακυβεύουν μια σημαντική επιτυχία δεν είναι πολιτική”. Κουβέντα τόσο πιο σωστή τώρα που το φάντασμα ενός νέου φασισμού πλανιέται πανω απ’ την Ευρώπη (ανάλογες αιτίες κι ανάλογες απερισκεψίες δημιουργούν ανάλογα φαινόμενα)”.
Κώστας Π. Παντελόγλου