Όσα θα καταχωρήσω σε συνέχειες στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” πάνω στο θέμα του τίτλου διάβασα νεαρός μαθητής της 7ης Γυμνασίου της Νέας Φιλαδέλφειας στο λαμπρό περιοδικό του Λουκή Ακρίτα “Επιστήμη και Ζωή”, που αργότερα μετονομάστηκε σε “Κόσμος Επιστήμη και Ζωή” (βλ. Αριθ. φύλλου 19, 26 Φεβρουαρίου-4 Μαρτίου 1960) και φέρουν την υπογραφή της Αθηνάς Καλογεροπούλου.
Όσοι ενδιαφέρονται για την αρχαία ελληνική τεχνολογία, όσοι την μελετούν προς συναγωγήν συμπερασμάτων, θα βρουν θαρρώ πολλά χρήσιμα στα όσα θα καταχωρήσω και η σχετική βιβλιογραφία θα κερδίσει έναν ακόμη σημαντικό κρίκο της…
Ας μην καθυστερούμε όμως το διάβασμα του δημοσιεύματος αυτού της Αθηνάς Καλογεροπούλου, το οποίο, κατά την γνώμη μου, αξίζει τον κόπο:
“Πριν από τέσσερα σχεδόν χρόνια, σε εργασίες που γίνονταν με μπουλντόζες μέσα στην περιοχή της Σχολής Μηχανικού, στον Ισθμό, ο αξιωματικός που επέβλεπε την δουλειά, προσεκτικός κι ευσυνείδητος, παρατήρησε ότι κάθε τόσο μαζί με τα χώματα που πέταγε το μηχάνημα έρχονταν στην επιφάνεια μεγάλες πέτρες που φαίνονταν να είναι πελεκημένες. Όταν τις κύτταξε λεπτομερώς η πρώτη του εντύπωση ενισχύθηκε, κι αποφάσισε να καλέσει επί τόπου τον Έφορο Αρχαιοτήτων Αργολιδοκορινθίας κ. Ν. Βερδελή, για να διαπιστώσει αν πρόκειται για λείψανα της αρχαιότητας.
Την ημέρα εκείνη, έτσι, τελείως τυχαία, είχε έρθει στο φως ένα έργο εξαιρετικά αξιόλογο της αρχαιότητας, που επί πολλά χρόνια οι επιστήμονες ζητούσαν τα ίχνη του: ο Δίολκος της αρχαίας Κορίνθου.
Συνήθως, θαυμάζουμε τους αρχαίους Έλληνες για την τέχνη που ανέπτυξαν, για την φιλοσοφία, την πεζογραφία και την ποίηση. Μέσα στην συνείδησή μας όμως […] στον τομέα της τεχνικής ακριβώς τους έχουμε για τελείως απλοϊκούς.
Με την αποκάλυψη του Διόλκου στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν εκεί επί τρεις συνεχείς περιόδους με έξοδα του Υπουργείου Παιδείας, υπό την διεύθυνση του κ. Ν. Βερδελή για πρώτη φορά μπορούμε να διακρίνουμε με πόση προσοχή και λεπτότητα και με τι σοφία προσπάθησαν να δώσουν λύσεις σ’ ένα θέμα δυσκολώτατο: την διαβίβαση πλοίων και εμπορευμάτων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίθετα.
Ξέρουμε ότι η Κόρινθος από τον 7ο π.Χ. αιώνα άρχισε να γνωρίζει μια άνθηση καταπληκτική. Έξοχη η θέση της, σε νευραλγικό σημείο, στο πέρασμα όλων των εμπορικών δρόμων, ξηράς και θαλάσσης, επωφελήθηκε αφάνταστα από την γεωγραφική της θέση. […]
[…] η πόλη διέθετε δύο λιμάνια: το Λέχαιο και τις Κεχριές. Το ένα στον Σαρωνικό, το άλλο στον Κορινθιακό. Αν δεν είχε αξιόλογους αρχηγούς θα είχε μείνει απλώς ένας εμπορικός σταθμός. Αντίθετα στα χέρια των (τύραννων) Κυψελιδών έγινε μεγαλόπολη, με ωραία κτίρια, ιερά μεγαλόπρεπα, ωραίους δρόμους, πλατείες. Έγινε κέντρο καλλιτεχνικό και εμπορικό πρώτης γραμμής, και τα προϊόντα των βιοτεχνιών της ταξίδευαν προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Εκεί έρχονταν με τα καράβια οι πρώτες ύλες, για να ξαναφύγουν, σε λίγο καιρό, διαμορφωμένες σε λεπτεπίλεπτα μικροτεχνήματα, όπλα. Τα αγγεία της ήταν περίφημα, το ίδιο και τα μυρωδικά της.
Υπήρχε, όμως, κι ένα εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξή της: Η στενή λωρίδα της γης που ένωνε την Στερεά με την Πελοπόννησο έκλεινε την επικοινωνία ανάμεσα στους δύο κόλπους. Οι θάλασσες οι ελληνικές είναι άγριες πάντα. Τα καράβια της εποχής μικρά, δύσκολα τάβγαζαν πέρα με τις φουρτούνες. Ήταν φυσικό να σκεφτούν όσοι είχαν την ευθύνη για την τύχη της πόλης να κόψουν την λουρίδα της στεριάς και, μ’ αυτό τον τρόπο, να επιτύχουν να περνούν όλα τα καράβια από τον Ισθμό, γιατί κανένα πια δεν θα ριψοκινδύνευε την βόλτα της Πελοποννήσου”.
Τελειώνει εδώ το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου, θα ακολουθήσει το δεύτερο και πάλι εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”.
Κώστας Π. Παντελόγλου