Ευθύς εξαρχής θα ήθελα να σημειώσω: το ζήτημα της μόρφωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής δεν είναι κάποιο δευτερεύον ζήτημα· είναι πρωτεύον και μείζονος σημασίας ζήτημα για την ζωή όλων στα χρόνια μας, στα χρόνια που έρχονται.
Ήταν σοβαρό ζήτημα και στο παρελθόν. Μας το υπογραμμίζουν αυτό τα από τα χρόνια της Αρχαίας Ελλάδας σωζόμενα και σε μας κληροδοτηθέντα: “γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος” (Σόλων) και “καλόν δε και γέροντα μανθάνειν σοφά” (Αισχύλος). Μας το υπογραμμίζουν αυτό και πολλά των μετέπειτα χρόνων. Μας το υπογραμμίζουν όμως αυτό και αναρίθμητα της σχετικά πρόσφατης εθνικής μας παράδοσης: από αυτά τα τελευταία σκέπτομαι να καταχωρήσω ορισμένα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”.
1. Ο “Οίκος Βελτιώσεως” της Κοζάνης
Διευθύνων την Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης -αντλώντας και από επιστολή της 23ης Ιουλίου 1819- έχει σημειώσει: “Το 1813 φιλοπρόοδοι Κοζανίτες με πρωτοστάτες τον ιερομνήμονα (λόγιο και συγγραφέα) Χαρίσιο Μεγδάνη και τον Γεώργιο Παπαδημητρίου έκτισαν πλάι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου ένα θολωτό οικοδόμημα στο οποίο εγκατέστησαν την Βιβλιοθήκη και δίπλα της έναν οικίσκο με την επιγραφή “Οίκος Βελτιώσεως” προκειμένου να συνέρχονται εκεί οι πεπαιδευμένοι … ίνα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγωνται. Στο Ίδρυμα αυτό περιήλθον όλα τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης (που η ίδρυσή της χρονολογείται στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα) … Εκτός του “Οίκου Βελτιώσεως” όμως τον οποίον οι πεπαιδευμένοι χρησιμοποιούσαν ως Αναγνωστήριο, η Βιβλιοθήκη -όπως προκύπτει από διάφορες χειρόγραφες αποδείξεις που διήκουν από το 1821 ως το 1863 καθώς και από εκατοντάδες καταχωρήσεις σε δύο κώδικες …- δάνειζε τα βιβλία της και στο σπίτι. … Ο “Οίκος Βελτιώσεως” παρ’ όλη την πνευματική γοητεία που ασκεί από την ίδρυσή του μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, στις αρχές του 20ου αναγκάζεται να κλείσει τις πύλες του”.
Ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Αντώνιος Σιγάλας, αναφερόμενος και αυτός στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, έχει γράψει παλαιότερα: “Τα ίχνη της δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν μέχρι το 1650, ότε το πρώτον συναντώμεν εν Κοζάνη σχολικήν βιβλιοθήκην. Ως τοιαύτη εξηκολούθησεν υφισταμένη μέχρι του 1813, διατελούσα υπό την εποπτείαν του εκάστοτε διευθυντού του Ελληνικού Σχολείου. Ανεξάρτητον χαρακτήρα προσέλαβε η Βιβλιοθήκη της Κοζάνης το 1813, ότε οι γνωστοί δια την αγάπην των προς τα γράμματα ωκοδόμησαν δεξιά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου οικίσκον με την επιγραφήν “Οίκος Βελτιώσεως”, ένθα κατά έγγραφον του 1819 “συνήρχοντο κατά καιρούς οι πεπαιδευμένοι ίνα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγωνται”. Και συνέχιζε ο Αντώνιος Σιγάλας: “Η Βιβλιοθήκη της Κοζάνης επλουτίζετο … πρωτίστως δια δωρεών των εκάστοτε Αρχιερέων Κοζάνης, ιδίως του Μελετίου (1734-1752), του Θεόφιλου (1768-1811), του Βενιαμίν (1815-1850), … του εν Κοζάνη γεννηθέντος Κωνσταντίου (1889-1892 και 1894-1910) και των εν Αυστρία και Ουγγαρία φιλομούσων ευπόρων Κοζανιτών εκ των οποίων αναφέρομεν τους αδελφούς Τακιατζή, τον Μ. Περδικάρην, τον Π. Μουράτην, τον Ευφρ. Πόποβιτς, τον Μ. Γιαννούλην, τον Ζ. Αγραφιώτην, τον Ν. Μουμουζιάν, και τον Ν. Ρεπανάν. Το 1820 μάλιστα οι Επίτροποι Κοζάνης μετά του Αρχιερέως Βενιαμίν ονομάζουν τον εν Βιέννη Κοζανίτην διδάσκαλον Γεώργιον Ρουσιάδην Επίτροπον και επιφορτίζουν αυτόν “με την φροντίδα του συνάγειν επιμελώς όσα τα έτερα βιβλία δια του τύπου νεωστί εξεδόθησαν και όσα εκδίδονται ή και εκδοθήσονται”. Ο ίδιος υποσημείωνε: “Εξεδόθη … Κατάλογος εντύπων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης Μέρος Ι. Έντυπα εκδόσεως 1494-1832 … υπό Νικολάου Μ. Δελιαλή Εφόρου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, Εν Θεσσαλονίκη 1948, σελ. 264” και “Μέρος ΙΙ. Έντυπα εκδόσεως 1833-1912 … Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 512” και στο κυρίως κείμενο πληροφορούσε: “Φυλλομετρούντες τον Κατάλογο αυτό συναντούμε ανάμεσα στους συγγραφείς και τους μεταφραστές πολλά ονόματα Μακεδόνων, όπως είναι π.χ. τα ονόματα του Δημητρίου Δαρβάρεως, του Χαρισίου Μαγδάνη, του Ανθίμου Γαζή, του Γεωργίου Ρουσιάδη, του Γεωργίου και Δημητρίου Σακελλαρίου, του Γεωργίου Λασσάνη, του Γ. Πούλιου και άλλων. Ό,τι γενικό είπαμε παραπάνω για την αγάπη του βιβλίου από τους προγόνους μας και την σημασία που είχε για την ζωή του Έθνους, περνά από τον νου μας με το φυλλομέτρημα του βιβλίου αυτού. Αναπολούμε και πάλι το γεγονός πως η αφοσίωση του Έλληνος στα γράμματα δεν έπαψε ποτέ και όταν οι περιστάσεις δεν του επέτρεπαν να ασχολήται με αυτά στην πατρική γη, συνέχιζε την επίδοσή του στην ξένη. Έτσι μας μεταφέρουν οι δυο αυτοί τόμοι στα διάφορα πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού στην ξενητειά, ιδίως στην Βενετία, Βιέννη, Πέστη, Λειψία, Βουκουρέστι, και αλλού”.
Κώστας Π. Παντελόγλου