Η Αλέκα Παπαρήγα εξελέγη γενική γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ στις 27 Φεβρουαρίου 1991 – αντίπαλη υποψηφιότητα η του Γιάννη Δραγασάκη, ολίγιστοι ψήφοι παραπάνω εκείνοι της Αλέκας από του Δραγασάκη.
Γνωρίζω επαρκώς θαρρώ την ιστορία του δημοκρατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, κι όχι μόνο από τα διαβάσματά μου, αλλά και από τα βιώματά μου και τα όσα με άλλους αγωνιστές του κινήματος έχω κουβεντιάσει, ή μου έχουν αυτοί εμπιστευτεί σε μια μακρά, δεκαετιών, διαδρομή.
Θα μπορούσα λοιπόν και το ζήτημα του σημερινού τίτλου να το διεξέλθω με προσφυγή σε άλλες πηγές διαφορετικές απ’ αυτήν που παρακάτω το κάνω – επί του παρόντος όμως αυτό δε θα το κάνω.
Προσθέτω πως όσα παρακάτω καταχωρώ αναφέρονται σε συμπεριφορά της Αλέκας στα 1990-1991, πρόκειται δε για γραπτή μαρτυρία ανθρώπου που έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι – αλλά ας τον διαβάσουμε:
“… έχει σημασία να ειπωθούν δυο λόγια παραπάνω για την παράδοξη κι αλλοπρόσαλλη στάση της Αλ. Παπαρήγα. Στις αρχές του 1990, όταν καταψηφίστηκε στη Συνδιάσκεψη της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ), έπαθε πλήρη κατάρρευση ζητώντας να μη την προτείνουν ως Γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ). Από τότε η υστερική της συμπεριφορά στο Πολιτικό Γραφείο αποτελούσε μόνιμο πρόβλημα στις συνεδριάσεις. Τον Μάιο 1990 βάζει, και πάλι, -κατηγορηματικά και δήθεν ανυποχώρητα- στο Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) θέμα αποχώρησής της από όλες τις καθοδηγητικές δουλειές. Παρά την αντίθετη άποψη του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ) βάζει το ίδιο ζήτημα στην Επιτροπή Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης της Αθήνας (ΚΟΑ), όπως ομολογεί σε σημείωμα που μου απευθύνει (28.6.1990), στο οποίο μου ζητάει να βάλω εγώ το ζήτημα στην Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ). Απαντώ σε συνεδρίαση ότι μπορεί να θέσει η ίδια το ζήτημα, αφού επιμένει. Δεν το έθεσε όμως, υπαναχώρησε.
Επανέρχεται το Νοέμβριο (1990), και ζητάει τη βοήθεια του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ) στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ), γιατί δεν τα βγάζει πέρα. Νέα έκρηξη απελπισίας έχει στο Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) τον Δεκέμβριο (1990). Στα μαγνητοφωνημένα πρακτικά ομολογεί: “Είμαι ακατάλληλη”. Σε άλλη συνεδρίαση υπάρχουν δηλώσεις της, ότι δεν έχει πια ελπίδες, “πάω σπρωχτά ως το Συνέδριο (13ο, 19-24 Φεβρουαρίου 1991)”. Κατηγορηματικά επίσης δηλώνει: “Στην επόμενη Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) εγώ δεν θα είμαι. Δεν πρόκειται να είμαι σε κανένα καθοδηγητικό όργανο και δεν με νοιάζει”.
Στην προσυνεδριακή Συνέλευση της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης (ΚΟΒ) που ανήκε, όπως και στην Αχτιδική της Συνδιάσκεψη, ξανά ομολογεί κατηγορηματικά ότι έχει αποτύχει πλήρως στη δουλειά της. Τα μέλη και οι αντιπρόσωποι δεν την εκλέγουν ως αντιπρόσωπο ούτε από την Κομματική Οργάνωση Βάσης (ΚΟΒ) στην Αχτιδική, ούτε από την Αχτιδική στο Συνέδριο. Στο Συνέδριο δηλώνει πως δεν θέλε να εκλεγεί στην Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ).
Η συνέχεια πάντως όλων αυτών των αλλοπροσαλλισμών είναι γνωστή”.
Όπως γνωστές είναι και οι συνέπειες της εκλογής της Αλέκας στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων, για πόσες δεκαετίες συνέχεια κανείς δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα – με τον Δραγασάκη δεν πιστεύω βεβαίως πως θα εξελίσσονταν καλύτερα τα πράγματα, ωστόσο υπήρχαν κι άλλες λύσεις: σε πρόσωπα, σε κοινωνικοπολιτικό σχήμα, σε περιεχόμενο θεωρίας και πράξης, απ’ αυτά που επιλέχτηκαν και συνεχίζουν να επιλέγονται…
Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα εντός εισαγωγικών παραπάνω καταχώρησα άντλησα από το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου, γενικού γραμματέα της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ από τις 11 Ιουλίου 1989 μέχρι το 13ο Συνέδριο, με τίτλο “Μαρτυρίες και Στοχασμοί 1941-1991, 50 χρόνια πολιτικής δράσης”, Εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα 1993 (βλ. σελ. 327).
Κώστας Π. Παντελόγλου