Όσα ακολουθούν τα έχω αποσπάσει από το βιβλίο του Θανάση Χατζή “Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε (1941-1945) γεγονότα-αναμνήσεις-σκέψεις” (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977).
Ο Θανάσης Χατζής, ανώτερο στέλεχος του κινήματος, είχε διατελέσει γενικός γραμματέας του ΕΑΜ – από θέση ευθύνης περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε σε μια δραματική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, που ωστόσο πρέπει να την έχουμε πάντα κατά νουν…
“Από το καλοκαίρι ακόμα του 1941 η πείνα είχε φωλιάσει μόνιμα στα σπίτια των εργατών και των μισθόδουλων. Η ανεργία μάστιζε. Χιλιάδες εργάτες, μαζί με ανθρώπους άλλων στρωμάτων, που δεν είχαν δυνατότητες να βρουν δουλειά στο επάγγελμά τους και νέους που μόλις είχαν αφήσει τον στρατό ή γύριζαν από τα μέτωπα, μ’ ένα απλό κασμά, ένα φτυάρι, μια βούρτσα κι ένα γκαζοτενεκέ, ένα σκεπάρνι ή ένα πριόνι, νύχτα ακόμα έπαιρναν θέση στις τεράστιες ουρές που σχηματίζονταν έξω από την Δημαρχία να βρουν ένα μεροκάματο. Ίδιες ατέλειωτες ουρές σχηματίζονταν μπροστά στα εργοστάσια, τις φάμπρικες, τις επιχειρήσεις, με την ελπίδα πως θ’ άρχιζαν να λειτουργούν. Περίμεναν υπομονετικά κι όταν ο ήλιος έψηνε τα κεφάλια τους, γύριζαν σπίτια τους, κουρέλια σωματικά και ψυχικά. …
Τις πρώτες μέρες του χειμώνα η πείνα πήρε φρικιαστική μορφή. Οι διανομές με τα περίφημα “δελτία του μπακάλη” σπάνια γίνονταν πια. Η μερίδα του ψωμιού όλο και λιγόστευε. Από τα 60 δράμια που είχαν ορίσει, έπεσε στα 50, στα 40 και δεν ήταν σπάνιες οι φορές που σκορπούσαν οι ουρές από τους φούρνους, καθώς μια κακογραμμένη “ανακοίνωση” στην πόρτα ανάγγελνε πως: “Σήμερα δεν έχει ψωμί”. … Το “ψωμί της Κατοχής” με άγνωστη θρεπτική αξία. …
Κι όσο προχωρούσε ο χειμώνας, τόσο πιο πολύ χειροτέρευε η κατάσταση. Σκελετωμένοι άνθρωποι, κοκαλιάρικα παιδιά με πρησμένες κοιλιές και τεράστια μάτια στα σουφρωμένα και γερασμένα πρόσωπά τους, άνθρωποι-σκιές, που σε κάθε στιγμή μπορούσαν να σωριαστούν σαν άδεια τσουβάλια ή να σκορπίσουν και να γίνουν χίλια κομμάτια, γύριζαν στους δρόμους χωρίς να τολμούν ν’ απλώσουν τα χέρια τους.
Από ποιον να ζητήσουν; Σε ποιον περίσσευε; Ποιος μπορούσε να δώσει τη μπουκιά που τον κρατούσε όρθιο; Τα σκουπίδια ανασκαλεύονταν κι ό,τι έβρισκαν, φλούδες, σάπια χορταρικά, κόκκαλα βρώμικα, τόγλειφαν και το ‘τρωγαν οι λιμασμένοι άνθρωποι. Μια αδιαφορία ανέβαινε σιγά σιγά στις συνειδήσεις [των ανθρώπων] και του αφανισμού. …
Η αυτοσυντήρηση είχε γίνει κανόνας. Ο Έλληνας άρχισε να μη γνωρίζει τον Έλληνα. Ο φίλος τον φίλο. Οι οικογένειες σκορπούσαν. Οι δεσμοί τους χαλάρωναν. Οι σχέσεις τους χαλούσαν. … Δυστυχία, αθλιότητα, πείνα, θάνατος.
Ο χειμώνας του 1941-1942 ήταν από τους ψυχρούς χειμώνες της Αθήνας. Η πείνα και η εξάντληση τον έκανε πιο φοβερό. Οι θάνατοι πολλαπλασιάζονταν. Το δρεπάνι του χάρου θέριζε. Κι επειδή οι εξαντλημένοι οργανισμοί προσβάλλονται εύκολα από τις αρρώστιες, κοντά στα τόσα κακά φούντωσε και η φυματίωση. Τα εντερικά νοσήματα, αποστήματα, δοθιήνες σταφυλοκοκκίαση και, κυρίως, οιδήματα της πείνας, που πήραν έκταση, δεν ήταν δυνατό να θεραπευτούν, γιατί δεν υπήρχαν τροφές και φάρμακα στα νοσοκομεία που δεν είχαν επιταχτεί και λειτουργούσαν ακόμα. Πάνω σ’ όλα αυτά έπεσε και εξανθηματικός τύφος από την ψείρα και την ακαθαρσία. Ούτε ίχνος σαπουνιού υπήρχε, ακόμα και σ’ αυτές τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Οι νεκροί μεταφέρονταν σε κάρρα του Δήμου, και στοιβάζονταν έξω από τα νεκροταφεία άταφοι, γιατί δεν υπήρχε δύναμη να σκάψουν λάκκους. Πολλές φορές δεν ακολουθούσε κανένας τους νεκρούς. Οι άνθρωποι που ‘χάναν τους δικούς τους απόφευγαν να τους δηλώσουν στο ληξιαρχείο για να μη χάσουν το δελτίο του ψωμιού του πεθαμένου. Οι νεκροί στους δρόμου ήταν τόσο συχνό φαινόμενο που έπαψαν να προκαλούν εντύπωση”.
Κώστας Π. Παντελόγλου