Από μια συνέντευξη του Κυριάκου Σιμόπουλου που δημοσιεύθηκε στο “Διαβάζω” (τεύχος 59, 29 Δεκεμβρίου 1982) είναι όσα ακολουθούν, αξιοσημείωτα θαρρώ:
“… δεν έχει ολοκληρωθεί η έκδοση των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που έπρεπε να βρίσκονται σε κάθε βιβλιοθήκη, πρωτότυπο και μετάφραση. Εδώ δεν έχουν εκδοθεί τα βυζαντινά κείμενα, ο ανεκτίμητος αυτός και τόσο περιφρονημένος θησαυρός. … Πού είναι ο κρατικός μηχανισμός που θα τυπώσει -σε πρωτότυπο και μετάφραση- όλα τα κείμενα της πνευματικής μας κληρονομιάς; Από τον Όμηρο ως τον Θουκυδίδη, από τον Δημοσθένη ως τον Πλούταρχο, από τον Λουκιανό ως τον Προκόπιο, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και την Άννα Κομνηνή, από τον Νικήτα Χωνιάτη ως τον Πλήθωνα και τον Δούκα; Αφήνω τη λογοτεχνία. Ποιος λαός έχει τέτοιο πνευματικό πακτωλό, τέτοια πολιτιστική συνέχεια με ενιαία γλώσσα; Τι τα θέλουμε τα πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα, τα καλλιμάρμαρα μέγαρα, όταν δεν έχουμε τα στοιχειώδη και δε γνωρίζουμε τις ρίζες μας; Γιατί χτίζουμε από τη σκεπή;”
Προσθέτω τώρα δύο πράγματα: πρώτος, ότι τη συνέντευξη του Κυριάκου Σιμόπουλου είχε πάρει ο ιστορικός Γιάννης Γιαννόπουλος – και δεύτερον, ότι θα επανέλθουμε στην περιεκτική αυτή συνέντευξη κι άλλη φορά.
Κώστας Π. Παντελόγλου