Την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 1966, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια μιας έκθεσης έργων ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παρθένη, όπου και μίλησε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος υπήρξε μαθητής του – μια πλατειά περίληψη της ομιλίας του αυτής θα καταχωρήσω στον Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας σε δύο συνέχειες:
“Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ζωγραφική και μάλιστα όταν αυτός που θα μιλήσει είναι ζωγράφος. Ακόμα δυσκολότερο όταν πρόκειται να μιλήσει για κάποιο σημαντικό ζωγράφο που υπήρξε δάσκαλός του. … Θα έλεγα πως η ζωγραφική έχει κάτι … το έντονο για τον άνθρωπο. Και μιλάει καλύτερα από οποιονδήποτε ομιλητή ή κριτικό της τέχνης. …
… Ο Παρθένης είναι ένας ζωγράφος τρομερά τεχνικός. Μετέφερε τα αισθήματα από την γλώσσα τους στην ανηλεή γλώσσα της ζωγραφικής. Στον Παρθένη μπορούμε να δούμε τους παρακάτω ζωγράφους. Πρώτα ένα μεγάλο φυσιολάτρη. Αυτό είναι το κύριο γνώρισμά του. Η ζωγραφική του αρχίζει από το ύπαιθρο και την αγάπη του για την φύση. Θυμίζει πολύ τον Γερμανό τοπιογράφο Φρίντριχ. Ξέρουμε άλλωστε πόσο συχνά ξεκινούσε πολύ πρωί απ’ το σπίτι του για να προλάβει ένα φωτεινό εφφέ. Ύστερα βρίσκουμε ένα ζωγράφο κλασσικιστή, εν γνώσει του όμως ότι ο κλασσικισμός έχει παρέλθει.
Το στοιχείο που νομίζω ότι μπορεί να αναλυθεί είναι τούτο. Βλέπουμε ότι αρχίζει με την παρατήρηση της φύσης, και προσπαθεί να φτάσει μέσα από το τοπίο σε μιαν ηθική, σε μια συμβολική ζωγραφική. Φτάνει έτσι ο Παρθένης σε μια εποχή νεοκλασσικισμού, νεοανθρωπισμού. Πραγματοποίησε πρώτος αυτός ξανά την επαφή με την Αττική γη. Νομίζω πως σ’ αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο η οπτική του επαφή με την Ακρόπολη,* το κέντρο αυτό του Ιωνισμού. Δημιουργεί έτσι έναν τρίτο δικό του κλασσικισμό, έναν Αττικισμό.
Οι μεταεμπρεσιονιστές ζωγράφοι οδήγησαν ως τα άκρα το δίδαγμα του Σεζάν κι έφτασαν έτσι στη σύνθεση, στην αφήγηση που πραγματοποίησαν οι Άγγλοι προραφαηλικοί ζωγράφοι. Ένας κλασσικισμός από την αίσθηση του φωτός είναι η σημαντικότερη προσφορά του Παρθένη.
Στα πρώτα τοπία του βρίσκει κανείς μιαν αντανάκλαση του φωβισμού. Αργότερα όμως μέσα από τον πρώτο αυτό φωβισμό δίνει τοπία αντιφωβιστικά. Είναι μεγάλα τοπία με σύννεφα, κλασσικιστικό ύφος και βυζαντινίζουσες συνθέσεις. Αυτό αποτελεί έναν νέο προσανατολισμό, που γίνεται με μέσα σκληρά και μιαν απομάκρυνση από το υπερβολικό χρώμα. Σιγά-σιγά ο φωβισμός και ο διακοσμητισμός υποχωρούν και φτάνει στα χρώματα της Ελληνικής φύσης. Από τις κύριες προσφορές του είναι και το ότι έδωσε την πειθαρχία στον τόνο και στην σύνθεση.
Η μεταεμπρεσιονιστική εποχή είναι εποχή επιστροφής στο σχέδιο. Ήταν βέβαια αδύνατο να γυρίσουμε στο σχέδιο του Ραφαήλ ή του Ρέμπραντ. Υπάρχει ένα νέο σχέδιο που βγαίνει μέσα από τον εμπρεσιονισμό. Μεταεμπρεσιονισμός σημαίνει σχεδιάζω. Έτσι και ο Παρθένης προσπαθεί, όπως όλοι οι ζωγράφοι μετά τον εμπρεσιονισμό, να βρει ένα καινούργιο σχέδιο. Κύριο χαρακτηριστικό της προσπαθείας του αυτής είναι η όχι σωστή απεικόνιση του όγκου. Με τον τρόπο αυτό εσκανδάλισε τους ακαδημαϊκούς σχεδιαστές με την ζωγραφική των δύο διαστάσεων. Έφερε στη δουλειά του την αίσθηση της γλυπτικής φόρμας. Παρ’ όλ’ αυτά οι φιγούρες του είναι από αιθέρα, όπως π.χ. εκείνη η Άρτεμις, όχι από σάρκα και οστά. Από το τοπίο φτάνει στη φιγούρα. Τα πρόσωπα, τα σώματα είναι συνέχεια του τοπίου, βγαίνουν μέσα απ’ την λατρεία του τοπίου, απ’ την ατμόσφαιρά του, απ’ το φως. Κάνει συνθέσεις αλληγορικές όπου οι φιγούρες του υποτάσσονται στον αυστηρό νόμο του τοπίου. Δεν υπάρχει εδώ ο νόμος του κλασσικισμού που φτάνει με άξονες. Δεν είναι ένας σχεδιαστής ή εικονογράφος ο Παρθένης, κάνει ένα κόσμο από χρωματικές αντιθέσεις. Η ζωγραφική του φτάνει σε μια συμπύκνωση που θυμίζει ανάγλυφο”.
Τελειώνει εδώ το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – το δεύτερο μέρος θα δει το φως της δημοσιότητας και αυτό από τον Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας.
* Το σπίτι που κατοικούσε ο Κωνσταντίνος Παρθένης βρισκόταν αντίκρυ στην Ακρόπολη.
Κώστας Π. Παντελόγλου