Όσα ακολουθούν είναι μέρος μιας συνέντευξης του Οδυσσέα Ελύτη στην Πανσπουδαστική, στο τεύχος 41 με το οποίο ξεκινούσε η χρονιά 1962-1963 και αποδίδονταν τα δέοντα στο έπος του Σαράντα – 54 χρόνια μετά τα όσα είπε ο Ελύτης στους νέους της Πανσπουδαστικής, της οποίας ήμουν τακτικός αναγνώστης αλλά και συντελών στην πλατιά κυκλοφορία της από μαθητής του Γυμνασίου της Νέας Φιλαδέλφειας και αργότερα ως σπουδαστής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου συντάκτης της, και διατηρούν την αξία τους και μαρτυρία ιστορική προσφέρουν· ας διαβαστούν λοιπόν με προσοχή:
“Τι ήταν εκείνο που σας συγκίνησε στο έπος του Σαράντα;
Πώς να σας το πω: ήταν ότι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ως τότε στα βιβλία για την ιστορία της χώρας μου. Ήταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξαιτίας του, στην Μικρασία, και που τώρα έπαιρνε την εκδίκησή του. Έτσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο αν ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήταν η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει η μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η “όμορφη αφροσύνη”, όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε τότε μια αναπαρθένευση των τετριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε από καθαρή ουσία. Με την βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ως τότε τα φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκάπηλων.
Προσωπικά, εσείς, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής με την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου την λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο – μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου – και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της Γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα, από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα “στούκας”. Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και με έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες. Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι αν “έζησα το θαύμα” σώθηκα και από ένα θαύμα. Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω.
Λάβατε ποτέ καμμιά τιμητική διάκριση;
Τι λέτε; Έτσι εύκολα θα χαλούσε η τάξη των Ελληνικών πραγμάτων; Παρασημοφορήθηκε ο αδερφός μου που υπηρετούσε στην Κεντρική Επιμελητεία των Αθηνών. Αλλ’ ας μην αστειευόμαστε. Κυττάξτε: Βλέπετε αυτή την γλάστρα με τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα; Μου την έστειλε η ίδια εκείνη νοσοκόμος που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε εικοσιδύο σχεδόν χρόνια και με θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η τιμή ενός λαού και όχι με τις αποφάσεις των Επιτελείων.”
Κώστας Π. Παντελόγλου