Όταν πέθανε η Φούλα Χατζηδάκη, μέλος εκλεκτό της προοδευτικής διανόησης, το “Διαβάζω” έκαμε μια αναφορά σ’ αυτήν (βλ. τεύχος 109, 2 Ιανουαρίου 1985, σελ. 10). Από αυτή την αναφορά είναι όσα ακολουθούν:
“Στις 6 Δεκεμβρίου 1984 πέθανε η Φούλα Χατζηδάκη, συγγραφέας μεταφράστρια και κριτικός. Ήταν κόρη του Καθηγητή Πανεπιστημίου (Αθηνών) Ν. Χατζηδάκη και ανιψιά του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκη.
Από την εποχή των φοιτητικών της χρόνων συνδέθηκε με το κίνημα της Αριστεράς. Συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Νέοι Πρωτοπόροι” από το 1932, όπου και δημοσίευε άρθρα σχετικά με το μαρξισμό και την αισθητική. Στη δικτατορία του Μεταξά εκτοπίσθηκε στη Φολέγανδρο (ενώ ήταν παντρεμένη με τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη). Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής δραπέτευσε και κατέφυγε στην Κρήτη όπου ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Μετά την Απελευθέρωση συνεργάστηκε με όλα τα πνευματικά έντυπα της Αριστεράς και κυρίως με τα “Ελεύθερα Γράμματα” του Δημήτρη Φωτιάδη. Μετά τον Εμφύλιο βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία για 20 χρόνια. Το μεταφραστικό της έργο εκείνης της εποχής εκδόθηκε μετά την επιστροφή της. Ανάμεσα στις μεταφράσεις της είναι η “Αναγκαιότητα της τέχνης” του Φίσερ, τα “Γράμματα του Αντόνιο Γκράμσι”, “Η ιστορία της Γκεστάπο” του Ζ. Ντεραρί κά.
Η (Φούλα) Χατζηδάκη συνεργάστηκε με το “Διαβάζω” από τα πρώτα του τεύχη μέχρι και πρόσφατα. Κι όταν λέμε συνεργάστηκε δεν εννοούμε μόνον τα γραπτά της κείμενα που δημοσιεύτηκαν στις σελίδες του, αλλά και τη μεγάλη της φροντίδα και έγνοια για τα παραμικρά θέματα που αφορούσαν την ύλη του περιοδικού. …
Θα θυμόμαστε πάντα την κομψή και ακατάβλητη γηραιά κυρία που ερχόταν στα γραφεία του περιοδικού και που τόσο μας εντυπωσίαζε με την ενεργητικότητά της, τον ενθουσιασμό και το ήθος της. Ένα στοιχείο που διέκρινε τόσο τον αγώνα της στον ιδεολογικό της χώρο, όσο και τη συμμετοχή της στα ελληνικά γράμματα”.
Κώστας Π. Παντελόγλου