Image

Η Μύκονος της Μέλπως Αξιώτη

Μύκονος, δεκαετία ’50. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου

Το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη με τίτλο Το σπίτι μου έδωσε την αφορμή στον Δημήτρη Ραυτόπουλο για τη δική του κριτική (βλ. Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 136, Απρίλιος 1966) – απ’ αυτή την κριτική είναι όσα ακολουθούν.

«Αλλά ποιο είναι το σπίτι της Μέλπως Αξιώτη; Να είναι τάχα ένα αληθινό σπίτι; Και βέβαια είναι ένα σπίτι, το πατρικό της. Κι ένα σπίτι δεν είναι μόνο η οικοδομή. Είναι τα πράγματα του σπιτιού, είναι και η ψυχή του, δηλαδή η ιστορία του, οι μνήμες που έχουνε μείνει χαραγμένες, ορατές ή αόρατες, από τους ανθρώπους, τους σπιτικούς, τους φίλους. Είναι ακόμα – είναι πάρα πολύ – ο τόπος που βρίσκεται το σπίτι… Αυτός ο τόπος είναι η Μύκονος, που βρίσκεται μάλιστα και ζωγραφισμένη, από παλιά γκραβούρα στο εξώφυλλο του βιβλίου. …

Η Μύκονος που αποκαλύπτεται με θαυμαστό τρόπο μπροστά στα μάτια μας είναι το νησί πριν από τον “περιηγητισμό” και παρ’ όλο τον περιηγητισμό.

Πώς έζησε τούτος ο τόπος και γιατί είναι τόσο βαθειά η ψυχή του θα μας πει η Μέλπω Αξιώτη με τη γοητεία της αναρχικής της αφήγησης. Χωρίς αρχή και σειρά, χωρίς καμμιά τάξη, αλλά με την αλληλουχία ενός συνειρμού που βρίσκει η μνήμη, δουλεύοντας σχεδόν ως αφή, όπως η αφή του τυφλού συγκολλητή του Μουσείου που ξεδιαλέγει με εξαίσια πείρα τα σκόρπια κομμάτια του αρχαίου αγγείου, παίρνοντας, για επικουρία μόνο, τα μάτια του μικρού του εγγονού. Έτσι πιάνοντας κι αφήνοντας τα πολύτιμα κομμάτια, δίνει μια θέση στα τοπία, τα σπίτια τις γειτονιές, τα ιστορίζει, τα εξηγάει, τους βγάζει τα στρώματα της λησμονιάς και του ψευτίσματος. Το “μισοφέγγαρο της παραλίας” που “στην δεύτερη απογυρίδα της ελεγότανε Τούμπα”, τις εκκλησιές του τόπου που είναι “η φήμη του μεγάλη”, τους μύλους που έχουνε κάποτε μια ηρωική ιστορία, ανύποπτη για τις καρτ-ποστάλ … την γειτονιά της Αλευκάντρας σ’ ένα αποσπασματικό μα θαυμάσιο “ηθογραφικό χρονικό” … Τους βράχους, το κάστρο, την βίγλα, τα ζωντανά και τα πετούμενα, την θάλασσα με τα πλούτια και τις λαχτάρες της. Και προ παντός τους ανθρώπους.

Ο τρόπος που περνάει ο άνθρωπος σ’ αυτό το αφήγημα δεν είναι ένας, μα κάθε φορά ανακαλύπτεται από την πρωτοβουλία της μνήμης. Άλλοτε παρουσιάζεται με ηθογραφική διάθεση, με το στοιχείο εκείνο που χρωματίζει την τοπική ζωή, … άλλοτε σε μια κοινωνικώτερη χαρακτηριολογία, … άλλοτε ως προσωποποίηση της λαϊκής πείρας και συνείδηση του πολιτισμού του τόπου … Απροειδοποίητα πέφτουν ξαφνικά στην αφήγηση και πρόσωπα της μεγάλης και μικρής ιστορίας του νησιού … Μα δεν λείπουν και τα πρόσωπα ενός προβληματισμού ή μιας υπαινικτικής αυτοβιογραφίας … που παρουσιάζονται σε στιγμιαίους φωτισμούς. Κι ακόμα, δεν είναι μόνο … τα άτομα – σωστό πλήθος, αλήθεια – μα και οι ομάδες – ας πούμε – που βγαίνουν από την ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία του νησιού … Κι έπειτα, νοιώθεις πραγματικά την ανθρώπινη παρουσία, όχι μόνο στα σπίτια, στους καφενέδες, στα εργαστήρια, μα και πάνω στα ερείπια, στους τόπους, όπου έχουν αφήσει θαρρείς μια ανθρώπινη ζεστασιά.

Ευδιάκριτη θέση σ’ αυτόν τον ανθρώπινο πλούτο έχει ο Αθηναίος μηχανικός που συνδέεται σταδιακά με τον τόπο. Η σωφροσύνη, η σχεδόν ευλάβεια του επιστήμονα και τεχνικού απέναντι στην ιστορία, στο φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον, στα ήθη, τις ανάγκες, τις συνήθειες των ανθρώπων, αντιπροσωπεύει την “θέση” της αφηγήτριας για την “πρόοδο” την τεχνική και τον τουρισμό. …

Η αφήγηση ακολουθάει την ελεύθερη εκλογή του συνειρμού χωρίς να δεχτεί την πειθαρχία ενός σχεδίου ή προγραμματισμού. Ένα μεγάλο απόθεμα, μαζεμένο από την μνήμη, από παλιά χαρτιά, ιστορικά κιτάπια, χρονικά, μαρτυρικά, εξοστρακισμούς, εφημερίδες, αφηγήσεις, μοιάζει σαν να παθαίνει μια έκρηξη…

… η γλώσσα της Μέλπως Αξιώτη είναι … μια ταπεινή αλλά γνήσια εκκλησιά που λειτουργιέται. Η γλώσσα της Μέλπως Αξιώτη είναι ένα με το ελληνικό λαϊκό ήθος που βρίσκεται ακέριο μέσα της.

Μ’ αυτή την ολοζώντανη και πολύχυμη γλώσσα, μας έδωσε ένα Μεγαλυνάρι για την ελληνική γωνιά που λέγεται Μύκονος, για την ελληνικότητα και προ παντός ένα μάθημα αναγκαίας και “δύσκολης μνήμης”».