Όσα ακολουθούν απέσπασα από μια διάλεξη του Γιώργου Κοτζιούλα, που πραγματοποιήθηκε το 1947 με θέμα “Η φιλολογική μας πρωτεύουσα πριν 20 χρόνια”.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, έχοντας βιώσει την πνευματική ζωή της Αθήνας, αναπόσπαστο μέλος της με πλήθος γνωριμιών και σχέσεων με παράγοντες της, με άκρα οικονομία έκφρασης, είχε πει στην παραπάνω διάλεξή του, μεταξύ άλλων, και τα παρακάτω:
“Κυρίαρχες μορφές στην ποίησή μας τότε ήταν οι δύο πόλοι: Παλαμάς-Καβάφης. Το έργο τους δεν είχε ακόμη αξιολογηθεί, μα προκαλούσαν και οι δυο μεγάλες συζητήσεις. Τον Κάλβο τον υπολόγιζαν μονάχα λίγοι πληροφορημένοι. Τον Σικελιανό, ίσως από αντίδραση στην τυμπανοκρουσία ορισμένων θαυμαστών του, εμείς οι περισσότεροι τον αγνοούσαμε ακόμα. Στέκονταν όμως ακλόνητοι στις δευτερότερες θέσεις τους ο Μαλακάσης, ο Πορφύρας, ο Γρυπάρης, η λυρική πια τριάδα. Ενθουσίαζε τους μυημένους και ο ακράτητος στον λυρισμό του Ρώμος Φιλύρας. Πολύ περισσότερο συζητιόταν, προκαλώντας τον φανατισμό, δεξιά και αριστερά, μα χωρίς την επιβολή του, ο Βάρναλης. Τέλος άφησε αλησμόνητη εντύπωση με συνέπειες διαρκέστερες η τελευταία συλλογή και ο απότομος χαμός του Καρυωτάκη. …
Από την πεζογραφία, ο Παπαδιαμάντης δεν είχε επιβληθεί πάγκοινα ακόμα. Τον θαύμαζαν μονάχα όσοι νοιώθαν. Και τα βιβλία του άρχισαν να γίνονται, όπως και είναι ακόμα δυσεύρευτα. Κοντά στους άλλους αριστείς του πεζού μας λόγου – Βιζυηνό, Κονδυλάκη, Καρκαβίτσα, Θεοτόκη, – που μελετιόνταν από τους νέους, είχε δημιουργηθεί και ένας θρύλος γύρω απ’ τ’ όνομα του Βουτυρά, που θαύμαζαν ακόμα και την ατημελησιά του ύφους του, ενώ τον Ξενόπουλο τον είχαν σάμπως παραμερισμένο. Απ’ τους νεώτερους διακρίνονταν κιόλας ο Φώτης Κόντογλου με τη θαυμάσια τεχνική του, ενώ άλλα πιο αληθινά ταλέντα, ο Μυριβήλης κι ο Βενέζης, μόλις είχαν δημοσιέψει το πρώτο τους βιβλίο στην Μυτιλήνη και δεν είχαν επιβληθεί ακόμα στην πρωτεύουσα. …
Η παλιά τέλος, η ορθόδοξη και αφατρίαστη, για να μην πούμε απροσανατόλιστη κριτική αντιπροσωπευόταν από τον ακαταπόνητο Παλαμά, ενώ ο Φώτος Πολίτης με τον Γιάννη Αποστολάκη παιδεύονταν μες απ’ τα νεφελώματα του γερμανικού ιδεαλισμού να μας προσανατολίσουν στα δήθεν ανακαινιστικά δόγματά τους και μονάχα ο Βάρναλης, αβοήθητος …, άνοιγε με την μελέτη του για τον Σολωμό και μ’ επίκαιρα άρθρα του τον δρόμο της σωστής κατανόησης και ερμηνείας των καλλιτεχνικών φαινομένων. …” (βλ. Η Λέξη, τεύχος 72, Φεβρουάριος 1988, σελ. 91).
Κώστας Π. Παντελόγλου