Αποσπώ τα παρακάτω διαφωτιστικά επί του θέματος του τίτλου από πολυσέλιδο κείμενο του Χρ. Εμ. Αγγελομάτη, που με τίτλο “Τραγωδία” περιλαμβανόταν στο τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία των Χριστουγέννων του 1972.
«Ποια ήταν η Σμύρνη, όταν η πνοή της ελευθερίας εφυσούσε στα 1919; Μας το λέγει ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Charles Vellay (στο έργο του Smyrne, Paris, 1919):
“… Ο ταξιδιώτης που αποβιβάζεται στη Σμύρνη έρχεται αμέσως σ’ επαφή με μια μεγάλη ελληνική πόλι. Η μόνη γλώσσα που ακούει ολόγυρά του είναι η ελληνική, οι ιθαγενείς με τους οποίους συνάπτονται σχέσεις είναι Έλληνες και αν οι περιστάσεις δεν τον οδηγήσουν σε βαθύτερη έρευνα θα επιστρέψη στον τόπο του χωρίς να έχει σχηματίση άλλην εντύπωσιν παρά μόνον ότι η Σμύρνη είναι μια ελληνική πόλις στην οποία μερικοί Τούρκοι υπάλληλοι στο Τελωνείο ή στο Διοικητήριο υπομιμνήσκουν ένα απουσιάζοντα αυθέντην…”.
Χίλιες παρόμοιες περικοπές από συγγράμματα ξένων, ακόμη και εχθρών του Ελληνισμού, θα ημπορούσε κανείς να αναφέρη για ν’ αποδείξη τον ελληνικόν παλμόν της Σμύρνης, του εσωτερικού της, πλείστων περιοχών της ενδοχώρας και του δωρικού Πόντου. Προς τι όμως, όταν οι ίδιοι οι Τούρκοι ανέλαβον να το διακηρύττουν με τον χαρακτηρισμόν που της έδωσαν “Γκιαούρ Ιζμίρ” (άπιστη Σμύρνη); Και ήταν, πράγματι, άπιστος Σμύρνη, γιατί ήταν ελληνική.
Επί συνολικού πληθυσμού 350.000 στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες έφταναν τις 200.000. Από τους ξένους επίσης υπηκόους πολλοί ήσαν Έλληνες.
Η πνευματική και γλωσσική κυριαρχία των Ελλήνων ήταν καταφανής. Τουρκικές εφημερίδες είχαν και ελληνικόν τίτλον μαζί με τον τουρκικό και το σημαντικώτερον σε πληθυσμό και πλούτο προάστιο της Σμύρνης, το Κορδελιό, είχε πινακίδες στους δρόμους σε τουρκική και ελληνική. Γλώσσα του εμπορίου, γενικώς των συναλλαγών, ήταν η ελληνική. Γλώσσα ενός αλλοεθνούς με έναν Λεβαντίνον, Τούρκον ή Αρμένιον η ελληνική. Ο εορτασμός της εθνικής επετείου μετέβαλε την Σμύρνη σε Αθήνας. Ονομαστά ήταν τα σχολεία της Σμύρνης. Η περίφημος Ευαγγελική Σχολή, που ιδρύθη προ 2,5 σχεδόν αιώνων, είχε βιβλιοθήκην από 50.000 συγγράμματα, μεταξύ των οποίων πλείστα σπάνια και αρχέτυπα, πολλοί κώδικες και εκατοντάδες άλλων χειρογράφων, αρχαιολογικό μουσείο και εκτός του κεντρικού ιδρύματος στο οποίον εστεγάζοντο το ονομαστόν Γυμνάσιόν της και το εμπορικό της τμήμα, είχε και πέντε παραρτήματα με χιλιάδας μαθητάς. …
Εκτός της Ευαγγελικής Σχολής, η Σμύρνη διέθετε και άλλα λαμπρά σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, μεταξύ των οποίων το παλαίφημον Ελληνογαλλικόν λύκειον Αρώνη, το Ελληνογερμανικόν λύκειον Γιαννίκη και ποικίλες άλλες σχολές. Ονομαστές σχολές θηλέων, όπως το “Κεντρικόν Παρθεναγωγείον”, το “Ομήρειον” και πλείστα άλλα σχολεία, οργανωμένα από τις αλλοεθνείς κοινότητες και ξένες αποστολές. Ήταν τόσο προηγμένη η παιδεία στην ελληνική Σμύρνη και τόσον πατριωτική, ώστε δεκάδες μαθητών να προσέρχωνται από την Ελεύθερη Ελλάδα…
Θα επερίττευε να γίνη λόγος για την σωματειακή και την άλλη οργάνωσι του Ελληνισμού της Σμύρνης. Ήταν ανάλογη προς την όλην υπερέχουσαν υπόστασί του. Ανάλογη επίσης ήταν και η οργάνωσις της φιλανθρωπίας, της οποίας αδιατάρακτα βάθρα αποτελούσαν τα τρία μεγάλα ευαγή Ιδρύματα α) το “Γραικικόν Νοσοκομείον του Αγίου Χαραλάμπους” β) το “Ελληνικόν Βρεφοκομείον” και γ) το “Ελληνικόν Ορφανοτροφείον”.
Ως προς την Εκκλησία υπήρξε η ψυχή, το πνεύμα, ο εποπτεύων νους και στην Σμύρνην και σε όλην την Μικρασίαν. Αυτή μαζί με το πλήθος των ευεργετών εξησφάλιζαν τους πόρους για την λειτουργίαν των σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, και για την εξυπηρέτησιν κοινωφελών σκοπών.
Αξίζει τέλος να σημειωθή ότι η αρχαιοτέρα των ελληνικών εφημερίδων, η Αμάλθεια, εξεδίδετο στην Σμύρνη από τα 1838. Όταν η πνοή της ελευθερίας εθέρμαινε την Σμύρνη εξεδίδοντο σ’ αυτή δεκαπέντε εφημερίδες και περιοδικά.
Ολόγυρα στην Σμύρνην, ως μαργαρίται του αυτού περιδεραίου, απλώνονταν και εβομβούσαν με την ζωντανή τους ελληνική ψυχή δεκάδες προαστίων και σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων, άλλες πόλεις, όπως τα Βουρλά, ο Τσεσμές, αι Κυδωνίαι (Αϊβαλί), το Αξάριον κά.
Όταν στα 1914 οι Τούρκοι ήρχισαν τον πρώτον ανθελληνικόν διωγμόν*, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και μόνον έφθαναν, αν δεν υπερέβαιναν, τα 2.500.000 ψυχών, είχαν 2.300 σχολεία, συντηρούμενα με τον ιδρώτα των, 2.200 εκκλησίας και 3.000 και πλέον ιερείς.
Αυτή, στην πλέον συνοπτική εικόνα, ήταν η Μικρασία, παναρχαία ελληνική κοιτίς, γη στην οποίαν αναπτύχθη λαμπρός ελληνικός πολιτισμός και έλαμψε το φως της ελληνικής γνώσεως».
* Ο διωγμός αυτός προήλθεν από υπόδειξι του Γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάνδερς πασά, οργανωτού του τουρκικού στρατού: “Ουδέποτε”, είπε, “η Τουρκία θα έχει ασφάλειαν στην Δυτικήν Μικρασίαν εφ’ όσον εκεί είναι μία άλλη Ελλάς”.↩