Από την αλληλογραφία της δασκάλας Έλλης Αλεξίου (αδελφής της Γαλάτειας Καζαντζάκη) με το λογοτέχνη Γιώργο Κοτζιούλα τους κατοχικούς χρόνους αντλώ τη μαρτυρία του τίτλου· από γράμμα της Έλλης Αλεξίου πιο συγκεκριμένα της 14ης Απριλίου 1942 – πρωτύτερα στο γράμμα της της 23ης Ιανουαρίου 1942 η Έλλη Αλεξίου είχε γράψει στον Γιώργο Κοτζιούλα και τα ακόλουθα: “Φέτος μέσα στην λαύρα του καλοκαιριού, θυμούμαι, οδοιπορούσα μία ώρα για να πάω στο Γυμνάσιο κι εκεί με περίμεναν τάξεις υπερπληθωρικές με εκατοδέκα-εκατοείκοσι παιδιά. Ζαλιζόμουν από την προσπάθεια να τα ξεδιακρίνω ως φυσιογνωμίες, χωρίς να το κατορθώνω. … Ήμουνα ένας ήρωας που πέθαινε στα πόδια του ματαιοπονώντας. Τι να διδάξεις και τι να κάνεις. … Η ζωή μας όλο και χειρότερα. Τα σχολειά έχουν κλείσει. Οι συγκοινωνίες κόπηκαν· φαντάσου με την Αθήνα συγκοινωνούμε πεζοί· με τον Πειραιά το ίδιο. Η πείνα αυξάνει”.
Και τώρα η μαρτυρία της Έλλης Αλεξίου για τα παιδιά στην Κατοχή: “Η θέα των παιδιών μού κάνει εμένα κατάπληξη. Τα παιδιά άλλοτε προσωποποιούσαν την ευθυμία, την αφέλεια, την ξενοιασιά, το παιχνίδι, την ροδοκόκκινη ξανθή ομορφιά της ζωής, τώρα τα παιδιά – δεν κρύβονται βλέπεις αυτά μήτε υποκρίνονται – προσωποποιούνε τη ζωή που με τα νύχια της πασκίζει να κρατηθεί. Τα βλέπεις αποσκελετωμένα, πάνω στα σκουπίδια, να ψάχνουν τυφλωμένα για λεμονόφλουδες. Μέσα τους έχουνε σβύσει όλες ανεξαιρέτως οι δυνάμεις κι απομένει μονάχα η τελευταία: πώς να καταφέρομε να μην πεθάνουμε”.
Προσθέτω πως η αλληλογραφία Αλεξίου-Κοτζιούλα των κατοχικών χρόνων έχει παρουσιαστεί από τον Γιάννη Παπακώστα στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 72, Φεβρουάριος 1988.
Κώστας Π. Παντελόγλου