Στην διδασκαλική και αγωνιστική διαδρομή της Κατίνας Μαμέλη έχω ήδη αναφερθεί στο παρελθόν και θα το ξανακάνω εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, και με πρόσθετες αναφορές, όμως σ’ αυτό το γραφτό θέλω να περιλάβω μια αφήγησή της με τον παραπάνω τίτλο – έχει δημοσιευθεί στο καλό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών “Επιθεώρηση Τέχνης” στο αφιέρωμά της στα 40 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή το έτος 1962 και ακόμα στον “Κοινό Λόγο” της Έλλης Παπαδημητρίου.
Την Κατίνα Μαμέλη την χάσαμε κατά την διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, το έτος 1972. Δεν την σέβονταν και την αγαπούσαν μόνο όλοι και όλες στην Νέα Φιλαδέλφεια – πολλοί άλλωστε υπήρξαν μαθητές και μαθήτριές της – την εκτιμούσε γενικότερα η ελληνική κοινωνία…
Αλλά ας διαβάσουμε την εν λόγω αφήγηση:
“Το καλοκαίρι εκείνο παραθερίζαμε στην Σιγή.
Το χωριό μας η Σιγή ως 300 σπίτια, όλα σχεδόν χριστιανικά, οι Τούρκοι λιγοστοί, περνούσαμε ήσυχα. Ήταν παραθαλάσσιο, σε πανέμορφη ακρογιαλιά, στον Κυανό κόλπο του Μαρμαρά, το ψάρι άφθονο, γύρω-γύρω λόφοι μ’ ελαιώνες.
Εγώ το πρωινό εκείνο είχα πάει στα Μουντανιά, είναι 5-6 χιλιόμετρα η απόσταση, θυμούμαι ήταν υπέροχο εκείνο το πρωινό, έλαμπε η θάλασσα, λάμπανε όλα, μα βλέπω εκεί στα Μουντανιά, στο λιμάνι πλήθος μεγάλο μαζεμένο, στρατός πολύς, αυτοκίνητα φορτηγά, κουβαλούνε στρατιωτικά εφόδια, κουβαλούνε τραυματίες, “τι συμβαίνει”;
-“Θα διαλυθή το στρατιωτικό νοσοκομείο”.
-“Φεύγομε…”
Κάτι τέτοια πετάξανε μέσα στην οχλοβοή οι αξιωματικοί … ο κόσμος όλο και πύκνωνε, όλο και φουρτούνιαζε, η καρδιά μου έσπασε, φαρμακώθηκα.
Ήμουνα κοπέλλα, θυμήθηκα τον πρώτο μας διωγμό, ήμουνα τότε κοριτσάκι όταν μας είχανε σηκώσει απ’ τα μέρη μας. Τον πατέρα τον είχανε πιάσει Τσέτες, θαύμα πώς γλύτωσε, το σπίτι μας το ληστέψανε, άδειασε.
“Τώρα τι θα γίνει, πάλι τα ίδια;”
Βιάζομαι να πάω πίσω στο χωριό, βρίσκω τον γιατρό, φίλο μας οικογενειακό, πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους, με πήρε στο αυτοκίνητό του, ο δρόμος είναι παραθαλάσσιος· πού πήγε όλη του η ομορφιά, όλο το φως της μέρας;
Με είδανε άσπρη σαν νεκρή· εκεί που κατεβήκαμε στο κεντρικό καφενείο, είδηση δεν είχανε, ησυχία μεγάλη· φέρνανε τα ψάρια στα πανέρια εκείνη την ώρα, το θυμούμαι.
Τους λέω: “άσκημα τα νέα, το μέτωπο έσπασε…”
-“Μη μας τα παραλές, είσαι κατατρομαγμένη…”, λέγανε οι μεγάλοι.
-“Τα ίδια δηλαδή με το (19)14;”
Το λέγανε με το στόμα, δεν θέλανε όμως να το πιστέψουνε.
Βρίσκω στο σπίτι την αδελφή μου, δώσαμε είδηση και στην γειτονιά, πάμε στα Μουντανιά με τα πόδια.
Πάμε στο λιμάνι. Το πλοίο της γραμμής ήταν εκεί, μα κι’ η οχλαγωγία χειρότερη. Ακούμε τώρα τις κανονιές που πέφτουνε στα μεσόγεια, προς την Κίο, στην σκάλα του βαποριού έχει κατέβη ο μισός πληθυσμός, αραμπάδες, άλογα, ανακατεμένα και με τον στρατό…
Το καράβι της γραμμής αραγμένο στην σκάλα· άλλες διαταγές του δίνει ένας αξιωματικός, άλλες άλλος, ο κόσμος χυμά μπροστά· πώς βρεθήκαμε και μεις μέσα δεν ξέρω, πώς ξεκολλήσαμε απ’ την σκάλα.
Έρριξα τότες μια ματιά, είδα τα μέρη μας, θυμούμαι το παραθαλάσσιο σχολειό μας κάτασπρο δίπατο, θυμούμαι το νεκροταφείο.
Το καράβι, κατά καλή μας τύχη, μας έβγαλε στην (Κωνσταντινού)Πολη, άλλα καράβια που πηδήξανε μέσα στρατός πήγανε στην Ραιδεστό και σ’ άλλα λιμάνια, πιο μακρυνά· …
Στην (Κωνσταντινού)Πολη θρήνος και φόβος, οι Τούρκοι κάνουνε συλλαλητήρια, σπάζουνε πόρτες, τζάμια, πατούνε καταστήματα Ρωμιών, εμείς κλεισμένοι μέσα, ούτε να κοιμηθούμε, ούτε να βάλουμε τίποτα στο στόμα, φαρμακωμένοι.
Άρχισαν να έρχουνται δικοί μας απ’ το χωριό, κοντινοί συγγενείς και μακρυνοί πολλοί, γειτόνοι καθένας μ’ ένα μπογαλάκι, ό,τι προλάβανε, μα τι να προλάβουνε. Πάνω από 30 ψυχές στο φτωχόσπιτό μας, δεν είχαμε παραπάνω από 4 στρώματα, 2-3 κιλίμια κι’ από μισή κουβέρτα. Μας δώσανε τσουβάλια κάτι γειτόνοι.
Τότε θυμούμαι τον θείο μας τον Ποιητή Απόστολο Μαμέλη, που είχε μείνει τυφλός απ’ το (19)12 και ζούσε στην (Κωνσταντινού)Πολη, όμως αγαπούσε με πάθος το χωριό μας, η αγωνία του ασήκωτη, μάζευε όσους φτάνανε κοντά-κοντά στην πολυθρόνα του, έρριχνε μπρος το πρόσωπό του, κατάχλωμο με τα μαύρα γυαλιά, τους άγγιζε, τους γνώριζε με τα χέρια, λέγανε αυτοί τον παραδαρμό τους, “αλήθεια, αλήθεια…”.
Θυμούμαι, του λέγανε για μια τυφλή κι’ αυτή Αθνηά, που είχε μια κόρη, την Ευλαλία, ήτανε δασκάλα η κόρη και τρελλάθηκε, αυτές είχανε μείνει μοναχές γυναίκες, ποιος να τις βοηθήσει; ο σώζων εαυτόν… έλεγε ο θείος… “αχ τι πάθαμε, τι πάθαμε…”
Με πρώτη ευκαιρία ύστερα, χειμώνα του (19)22, φύγανε η οικογένεια του θείου μου, ήρθανε στην Ελλάδα. Όσα ποιήματα έγραψε από τότες όλα με τον πόνο αυτόν τάγραψε.
Εμείς πέρασε καιρός ώσπου να καταφέρωμε να φύγωμε. Περάσαμε νύχτα τον Μαρμαρά, δεν ξαναείδα την πατρίδα. Ούτε φωσάκι”.
Πριν τελειώσω αυτό το γραφτό οφείλω να μνημονεύσω την Φωφώ Μαμέλη, την αδελφή της Κατίνας, στην οποία και αυτή αναφέρεται. Η Φωφώ Μαμέλη, ομόφρων ιδεολογικά-πολιτικά και στήριγμα της Κατίνας στην επί δεκαετίες αγωνιστική της διαδρομή, υπήρξε στήριγμα των αρρώστων, Φιλαδελφειωτών ή μη, στην προσπάθειά τους να ξαναβρούν την υγεία τους, υπηρετώντας τον σκοπό αυτό με αυταπάρνηση, εργαζομένη στο Πολυϊατρείο “Αγία Ειρήνη” στην Αθήνα.
Θέλω ακόμη να προσθέσω ότι ο θείος της Κατίνας Μαμέλη, Απόστολος Μαμέλης, ήταν ομότεχνος του Κωστή Παλαμά, και φωτογραφία των δύο κοσμούσε την αφήγηση της παλαιάς Φιλαδελφειώτισσας αγωνίστριας δασκάλας Κατίνας Μαμέλη όταν αυτή δημοσιεύθηκε στην “Επιθεώρηση Τέχνης” (στο αφιέρωμά της στην Μικρασιατική Καταστροφή) το έτος 1962.
Ο “Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας” και στον Απόστολο Μαμέλη χρωστά αναφορές, και θα εξοφλήσει το χρέος του – στον Κωστή Παλαμά έχει αναφερθεί και θα το πράξει και πάλι.
Κώστας Π. Παντελόγλου