Ο Νικόλαος Κάλας πρωτοκυκλοφορεί το “Τετράδιο Β'” σε πενήντα αριθμημένα αντίτυπα από το τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύκλος τον Οχτώβρη του 1933. Εκεί συμπεριλαμβάνει το ποίημα “Αθήνα 1933”.
Μετά από 44 χρόνια, το “Τετράδιο Β'” συμπεριλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Οδός Νικήτα Ράντου (άλλο ένα απ’ τα ψευδώνυμα του ποιητή), που εκδίδει ο Ίκαρος. Εκεί ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει μεταξύ άλλων στον πρόλογό του: “Σε μια φωτογραφία βγαλμένη τα χρόνια του πολέμου στη Νέα Υόρκη, ο Νικόλαος Κάλας φιγουράρει ανάμεσα στον Αντρέ Μπρετόν και στους φίλους του που είχαν καταφύγει εκεί μετά την είσοδο των Χιτλερικών στη Γαλλία. Το νήμα δεν είχε κοπεί ούτε για τους αλλοεθνείς ούτε για τον Έλληνα που τους ακολουθούσε και που – προσθέτω – για τους χωρικούς των Αθηνών, δεν έκανε παρἀ ν’ αντιγράφει με καθυστέρηση τη Δύση. Ποια Δύση; Ένας υπερρεαλιστής έχει μουντζώσει αναδρομικά κι εξακολουθεί να μουντζώνει δια βίου τη Δύση κι ολόκληρο τον πολιτισμό της. Είναι κάτι αυτό, είναι μια χειρονομία, παρ’ όλα όσα κι αν λένε, θετική. Ένα στοιχείο υγείας που όσο λιγότεροι το καταλαβαίνουν τόσο εκείνο αναπτύσσεται, και τείνει να γίνει ένα με τη φωνή που ξέρει να κηρύττει και στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες”.
Τώρα που την σιωπή των ρητόρων, των σοφιστών, καταπατούν τέκνα άλλων αστών,
τεύτονες −πατρίκιοι εκπεσμένοι, ήρωες πολλών θανάτων στη Βενετιά−
Άγγλοι ποιητές με ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά,
και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά της νίκες αιγυπτιακές και ξένες,
και τακτικοί θαμώνες της ζωής της γενήκανε εκείνα τα παιδιά της Ρωμιοσύνης
που, από χώρες όπου θαυματουργούσεν ο Εφέσιος Μάξιμος,
από τόπους άλλων πίστεων
καθημερινά, πάνου σε καράβια πτωχευμένων εταιρειών, καταφθάνουν στην Αθήνα…
καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών της.
Μόνη πια τα βράδια των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισού.
Έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης, με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από την δόξα αυτή.
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό.
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.
π.