Όσα ακολουθούν είναι από ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, δημοσιευμένο στον “Προοδευτικό Φιλελεύθερο” στις 4 Απριλίου 1951 (περιέχεται και στα “Αττικά”, μια συλλογή χρονογραφημάτων του Βάρναλη που επιμελήθηκε ο Νίκος Σαραντάκος και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αρχείο το 2016, σελ. 432-433).
Διαβάζοντας το χρονογράφημα αυτό, άλλη μια φορά σκέφτηκα πόσο πολύ περιορίζουν το εκτόπισμα του Κώστα Βάρναλη, αποκαλώντας τον απλά ποιητή, και μάλιστα μόνο “της εργατιάς”, μη θέλοντας να παραδεχτούν πως και της ποίησης ήταν εκλεκτός, αλλά και της εκπαίδευσης, και της δημοσιογραφίας, μα και πρώτης τάξεως πολιτικός ηγέτης, μάλιστα ευρείας κοινωνικοοικονομικής καταρτίσεως· ας διαβαστούν, προς επαλήθευσιν, τα παρακάτω εκ του χρονογραφήματος με τον τίτλο “Εξοχή”:
“Πριν από πενήντα χρόνια η Αθήνα των εκατόν εβδομήκοντα χιλιάδων ήτανε κάπως συμμαζεμένη. Η πιο ζωντανή και χαρούμενη συνοικία των φοιτητών, η Νεάπολις, μόλις που έφτανε λίγο παραπέρα απ’ την οδό Καλλιδρομίου. Η οδός Πατησίων ήταν οδός εξοχική και εκείνα τα χρόνια το εργοστάσιο Κλωναρίδη έκοψε στα δυο το μάκρος της. Το ίδιο εξοχική ήταν κι η οδός Κηφισιάς, ο μεγαλύτερος περίπατος πεζών, αμαξοδρόμιων και Αμαζόνων. Η ατέλειωτη οδός Πειραιώς (…) είχε στα μέσα της κι ένα είδος χάνι για τους κουρασμένους ταξιδιώτες.
Το Παγκράτι μόλις σχηματιζότανε. Κι η Ανάληψη ήταν χαμένη στο βάθος του ορίζοντος. (…)
Ούτε Βύρωνας υπήρχε τότες, ούτε συνοικισμοί Καισαριανής και Υμηττού και Ηλιούπολης. Ούτε Γλυφάδα, ούτε Βούλα, ούτε Νέα Σμύρνη, ούτε Τερψιθέα, ούτε Νέα Ιωνία, ούτε Νέα Φιλαδέλφεια, ούτε Δουργούτι, ούτε Κουπόνια, ούτε Ψυχικό, ούτε Χολαργός, ούτε Φιλοθέη, ούτε Αγία Παρασκευή, ούτε Κοκκινιά, κλπ. (…)
Σήμερα μπορεί να πας στον Πειραιά, στα Φάληρα, στην Πεντέλη, στην Πάρνηθα, στον Υμηττό και να περνάς όλο από κατοικημένα μέρη. Περπατάς στην εξοχή και βρίσκεσαι μέσα στην πόλη!
Αυτό το ξάπλωμα της Πρωτεύουσας έχει βέβαια την εξήγησή του (φτηνά οικόπεδα) έχει όμως και το κακό του. Πώς να δώσεις νερό, φως, δρόμους και υπονόμους σε όλη τη χερσόνησο της Αττικής, όταν δεν έγινε τίποτες απ’ αυτά για την παλιά μικρήν Αθήνα. Αν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αθήνα είχε έκταση τριπλασία του Βερολίνου (όπως βεβαίωσε τότε Γερμανός πολεοδόμος), φανταστείτε πόση θα ’ναι σήμερα.
Πριν από λίγα χρόνια μπορούσες στρίβοντας την βορεινή γωνιά της μάντρας της “Σωτηρίας” να βγεις στο ύπαιθρο και να περπατάς ανάμεσα σε χωράφια και πευκόδασα, όσο να φτάσεις στην Αγία Παρασκευή. Τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να συναντήσεις το ύπαιθρο. Γέμισε η κοιλάδα από σπίτια, σπιτάκια και βίλες. Αλλά και συρματοπλέγματα. (…)
Καμμιά παραγωγική εγκατάσταση: ούτε περιβόλια, ούτε ορνιθοτροφεία, ούτε αγελαδοκομεία. Κι η εξοχή είναι απέραντη και ανεβατή. Αλλά πώς, αφού δεν υπάρχει νερό; (…)
Αλλά τι χανόμαστε σ’ αυτές τις ματαιότητες. (…) λουλούδια πολλά, αέρας καθαρός, κι ευημερία της … φαντασίας!”.
Κώστας Π. Παντελόγλου