Image

Η πόλη του κεμπάπ

Στον προσφυγικό συνοικισμό του κέντρου της Νέας Φιλαδέλφειας, που γίνεται αβίωτος για τους κατοίκους, ήδη έχει ξεκινήσει μια διαδικασία μεταλλαγής των χρήσεων γης. Το Airbnb είναι εδώ κι αυξάνει κι άλλο τα ήδη υπέρογκα ενοίκια των κατοικιών, αλλά και καθορίζει τις τιμές πώλησης των ακινήτων, ακόμη και των πιο προβληματικών.

Επιχειρήσεις που λειτουργούν με επιτυχία επί δεκαετίες υποχρεώνονται σε αποχώρηση από το κέντρο λόγω των οικονομικών απαιτήσεων των ιδιοκτητών ακινήτων (πρόσφατο παράδειγμα ο «Θείος Φάνης»), ενώ ό,τι είχε απομείνει από τη μικρή εμπορική δραστηριότητα αποσύρεται απ’ τη σκηνή του κέντρου γερνώντας ή αντέχοντας λίγο μόνο ή μεταλλάσσεται σε εστίαση (γεια σου αντιδήμαρχε).

Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσους Μπελαβίλες κι όσες Πορτάλιου κι αν επιστρατεύσει ο Αριστείδης Βασιλόπουλος για να μας πείσει ότι όλα βαίνουν αριστερά υπό τη διοίκησή του. Η Νέα Φιλαδέλφεια μετασχηματίζεται ραγδαία από πόλη αμιγούς κατοικίας με βασικές λειτουργίες πολεοδομικού κέντρου γύρω απ’ την Πατριάρχου (αυτό ορίζει το Προεδρικό Διάταγμα της 18-6-2001/ΦΕΚ Δ’ 467, σε αντίθεση με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής, Ν. 4277/2014, που άλλα προβλέπει), σε πόλη για τους πελάτες των καταστημάτων εστίασης και σε λίγο σε εναλλακτικό τουριστικό προορισμό των αθηναϊκών προαστίων, ως μέρος της ευρύτερης τουριστικοποίησης όλου του λεκανοπεδίου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί καλοπροαίρετα: Είναι δυνατόν να περιμένουμε ή να απαιτούμε ο προσφυγικός συνοικισμός να παραμείνει μια περιοχή κατοικίας, αποκομμένη απ’ το αθηναϊκό κέντρο, όπως όταν σχεδιάστηκε, κατασκευάστηκε και κατοικήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922; Αποτελούσε αυτό το σύνολο επαρκή λύση για τα προβλήματα των κατοίκων που στέγασε αρχικά και κλήθηκε να στεγάσει στην πορεία των δεκαετιών, ώστε να μην το πειράξουμε με βάση τις σημερινές συνθήκες, χάριν της ιστορίας του; Κι αν το αφήναμε άθικτο, δε θα γινόταν τότε τουριστική ατραξιόν ακόμη πιο αβίωτη;

Όχι, είναι η απάντηση, στις δύο πρώτες ερωτήσεις: είναι αδύνατο μια πόλη να σταματήσει να μετασχηματίζεται, να αλλάζει, να ανασαίνει με κάθε της κύτταρο. Κι ακόμη εννοείται πως με την αύξηση του πληθυσμού, κάτι έπρεπε να γίνει με το οικιστικό απόθεμα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες στέγασης χωρίς να αυξηθούν δραματικά οι τιμές της στέγης. Όμως αυτό είναι ένα ευρύτερο, αττικό πρόβλημα, του οποίου η συζήτηση δε χωρά σ’ αυτό εδώ το κείμενο. Και ναι, για να απαντήσουμε και στο τελευταίο ερώτημα, όσοι κατοικούμε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας εκτιμώντας την κλίμακα και την αισθητική του, δε θα θέλαμε να γίνουμε ούτε ντεκόρ για τουριστικές περιηγήσεις, ούτε αξιοθέατα.

Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα ζητήματα που απασχολούν εμάς εδώ και ταυτόχρονα όλους τους κατοίκους του προσφυγικού συνοικισμού που βιώνουν τη μετάβαση, δεν είναι ποσοτικά – και οι ανάγκες δε μετριούνται μόνο σε τετραγωνικά μέτρα, ευρώ ή λεπτά της ώρας: η κάθε αλλαγή στην πόλη μπορεί να συνιστά βελτίωση ή χειροτέρευση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων, περαιτέρω εκμετάλλευση των κατώτερων τάξεων ή μείωση της εκμετάλλευσής τους, μπορεί να συνεισφέρει στη βελτίωση των όρων της καθημερινής ζωής των κατώτερων τάξεων, στον εκδημοκρατισμό της πόλης και την κατοχύρωση κάποιων ζωνών σχετικής ελευθερίας των κατώτερων αυτών τάξεων ή να επιτυγχάνει το αντίθετο.

Δε θα πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι βγαίνοντας από τα όρια του προσφυγικού συνοικισμού, βλέπουμε εντός του δήμου μας περιοχές υποβαθμισμένες και συχνά εγκαταλελειμμένες, στις οποίες δε γίνονται άμεσα αισθητές οι σημερινές βλαπτικές αλλαγές στο κέντρο της πόλης. Όμως το γεγονός ότι άλλες περιοχές της πόλης είναι σε χειρότερη κατάσταση (πράγμα εξηγήσιμο, αν σκεφτούμε το πώς φτιάχτηκε ο προσφυγικός συνοικισμός και πώς φτιάχτηκαν εκείνες οι περιοχές), δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε με προκρούστεια λογική να καταστραφεί το προνομιακότερο τμήμα της πόλης.

Κι αυτό γιατί στην περιοχή που περικλείεται χονδρικά από την Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας, την οδό Αναγεννήσεως, τις γραμμές του ΗΣΑΠ και τις οδούς Χαλκίδος και Αχαρνών εκτυλίσσεται στις μέρες μας ένα σχέδιο αλλαγής χρήσεων και μεγιστοποίησης της εκμετάλλευσης της γης. Το σχέδιο Μελισσανίδη (γήπεδο, Κολούμπια, Περισσός, Μπριτάννια) αποτελεί αιχμή αυτού του σχεδίου, αλλά όχι το σύνολό του.

Το σχέδιο αυτό σαλαμοποιήθηκε, θεσμοποιείται και χρηματοδοτείται άμεσα και έμμεσα από το ελληνικό κράτος, την περιφερειακή και την τοπική «αυτοδιοίκηση», ώστε στο τέλος να μείνει η πόλη μας ένα πουκάμισο αδειανό, ένα ντεκόρ οικοδομικών κελυφών που θα ικανοποιούν την περιστασιακή όραση του τουρίστα και θα έχουν πάψει πια να καλύπτουν την ανάγκη της κατοικίας. Μεταξύ των δυνάμεων που ράβουν αυτή την περίοδο αυτό το αδειανό πουκάμισο, αυτό το φαντασιακό, για να συνεννοούμαστε και με τους φιλοσοφούντες της απερχόμενης δημοτικής αρχής, είναι και ο Αριστείδης Βασιλόπουλος, η Δύναμη Πολιτών, με τους αιρετούς της, έμμισθους και άμισθους, και τους έμμισθους συμβούλους της.

Η κάλυψη της ανάγκης για στέγη, σε μια Αθήνα πυκνή και αδιάβατη σε ορισμένα σημεία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αρκεί κανείς να κάνει μια βόλτα στα στενά γύρω απ’ την Πατησίων και την Αχαρνών, να δοκιμάσει να κινηθεί με μέσα μαζικής μεταφοράς από βορειότερες συνοικίες, όπως η Μεταμόρφωση και το Μενίδι, για να διαπιστώσει ότι η απουσία πολιτικών για την πόλη δημιουργεί προβλήματα διαρκείας μιας ζωής ολόκληρης σε όσους πρέπει να εργαστούν σκληρά για να επιβιώσουν. Πρόκειται για προβλήματα έξω απ’ τον χώρο εργασίας (το «εργοστάσιο» των κλασικών μαρξιστών), ριζωμένα στους τόπους της κατοικίας και κατά μήκος των διαδρομών των καθημερινών μετακινήσεων μεταξύ τόπων εργασίας και τόπων κατοικίας.

Αυτού του τύπου τα προβλήματα έχουν διαπιστωθεί και αναλύονται εδώ και δεκαετίες, απ’ την εποχή της κατάρρευσης της αισιοδοξίας των πάσης φύσεως υποστηρικτών του πολεοδομικού σχεδιασμού, είτε σοσιαλιστές ήταν αυτοί, είτε νεοφιλελεύθεροι, είτε μοντερνιστές. Τα διατύπωσαν στις αρχές του ’60 ο Λεφέβρ, οι Ντελέζ-Γκουαταρί, τα διαπίστωσαν και οι Καταστασιακοί, στην πλευρά της Ευρώπης, τα είπε η Τζέιν Τζέικομπς στις ΗΠΑ, εξακολουθούν να μιλούν γι’ αυτά ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ο Μάικ Ντέιβις, ακόμη κι ο φιλελεύθερος αλλά όχι πια αισιόδοξος Ρόμπερτ Φλόριντα (χωρίς, φυσικά, να λένε όλοι τα ίδια, μια που σχολιάζουν και διαφοροποιημένα φαινόμενα).

Αλλά στη μικρή μας πόλη, αντί να μιλάμε με στοιχεία, παραδείγματα και γνώση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ενώ προσπαθούμε να επιβιώσουμε σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, αντί να χρησιμοποιούμε την εμπειρία άλλων τόπων και να ενσωματώνουμε δημιουργικά στοιχεία σκέψης που θα οδηγούσαν σε μια δημοκρατικότερη διαχείριση του χώρου (δεν έχουμε καμιά ανεδαφική απαίτηση για επανάσταση), αρκούμαστε στο παιχνίδι του θεάματος, των εντυπώσεων, στον ορυμαγδό των φωτογραφιών, στα προεκλογικά «έργα» και στη μικροπολιτική επιπέδου Γκρούεζα με «αριστερό ριζοσπαστικό» προσωπείο. Μια που, απ’ ό,τι φαίνεται, δε θα βρεθεί εδώ κάποιος Μαυρογιαλούρος να παραιτηθεί από φιλότιμο, ας σκεφτούμε τουλάχιστον την τύχη του επόμενου παιδιού, πριν πούμε και τούτη τη φορά «δε βαριέσαι, βρε αδελφέ…».

π.