Image

Η Τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας

Το 1712, ο Σκωτσέζος γιατρός και μαθηματικός John Arbuthnot, μέλος της θρυλικής Λέσχης Scriblerus, στενός φίλος του γνωστού και στα μέρη μας Jonathan Swift, δημοσιεύει ανώνυμα το σχέδιο μιας πραγματείας με τίτλο Ψευδολογία Πολιτική. Στο κείμενο, που εμφανίζεται ως περίληψη ευρύτερου έργου το οποίο ουδέποτε κυκλοφόρησε, ανατέμνει με διαβρωτικό χιούμορ την πολιτική συνθήκη που είχε διαμορφωθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη θέσπιση κοινοβουλίου και την αποδοχή της Χάρτας Δικαιωμάτων (Bill of Rights) του 1688-1689. Εικοσιπέντε χρόνια είχαν υπάρξει αρκετά για να λειτουργεί στο βασίλειο ένα συνεπές δικομματικό σύστημα, που βασιζόταν στο ψεύδος και το θέαμα. Ο Arbuthnot, που ήταν μέλος των Tories, όπως και τα λοιπά μέλη της Λέσχης, μιλά για το ψέμα χωρίς να θυσιάζει την αλήθεια στο βωμό της κομματικής σκοπιμότητας κι έτσι μας παραδίδει ένα πρώιμο, πλην τραγικά επίκαιρο κείμενο των ορίων της πολιτικής εκπροσώπησης στα κοινοβουλευτικά συστήματα. Το κείμενο, που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Αλόης Σιδέρη, έχει αποδοθεί εσφαλμένα στον διασημότερο Jonathan Swift. Ακολουθεί ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα:

“Σε όλο το έβδομο κεφάλαιο ο Συγγραφέας προσπαθεί να βρει ποιο από τα δύο κόμματα, οι Whigs ή οι Tories, είναι πιο ικανό και πιο πεπειραμένο στην Τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας. Εν τέλει παραδέχεται ότι πότε το ένα και πότε το άλλο κόμμα υπερέχει στην επινόηση πολιτικών ψευδών που γίνονται ευρύτερα αποδεκτά και πιστευτά· αναγνωρίζει πάντως ότι και τα δύο έχουν στους κόλπους τους ιδιοφυΐες. Αποδίδει τη μικρή επιτυχία και των δύο στην υπερβολική ποσότητα κακών εμπορευμάτων που θέλουν να πουλήσουν μονομιάς: το να δίνεις στο λαό να καταπιεί πολλά μαζί δεν είναι, λέει, ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις πιστευτός· όταν βάζεις παραπάνω σκουλήκι στο αγκίστρι δεν τσιμπάει ο κοκοβιός. Για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας ενός κόμματος, προτείνεται ένα σύστημα που μοιάζει λίγο χιμαιρικό και δεν εναρμονίζεται καθόλου με τη στέρεη κρίση που επιδεικνύει ο Συγγραφέας στο υπόλοιπο έργο του. Το σύστημά του περιορίζεται σε μία μόνο σύσταση: το κόμμα που θέλει να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία του πρέπει, επί τρεις μήνες, να μην πει και να μη δημοσιεύσει τίποτε που να μην είναι αληθινό και πραγματικό· είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει το δικαίωμα να πλασάρει ψέματα τους επόμενους έξι μήνες. Παραδέχεται ωστόσο ότι είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις ανθρώπους ικανούς να εκτελέσουν ένα τέτοιο σχέδιο. Προς το τέλος του κεφαλαίου, κατακρίνει την παραφροσύνη και τη μωρία των κομμάτων που κρατούν κοντά τους και χρησιμοποιούν για το πλασάρισμα του ψεύδους ανθρώπους χυδαίους και μικρόμυαλους, όπως είναι η πλειονότητα των σημερινών δημοσιογράφων (ειδησεογράφων και σχολιαστών), οι οποίοι δεν έχουν άλλο προσόν από την έντονη κλίση προς το επάγγελμά τους ενώ κατά τα άλλα δείχνουν να αγνοούν παντελώς τους κανόνες της Ψευδολογίας, και οι οποίοι δεν διαθέτουν ούτε τις ικανότητες ούτε το ταλέντο που απαιτείται για να τους εμπιστευθεί κανείς ένα τόσο σημαντικό λειτούργημα”.

π.