Καταχωρώ σήμερα, αμέσως παρακάτω, πάλι εδώ στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, το δεύτερο μέρος του γραφτού του Κώστα Βάρναλη με τίτλο “Ο Γληνός Δάσκαλος” – χτες καταχώρησα το πρώτο μέρος:
“Αξέχαστα χρόνια! Η πλειονότητα των μετεκπαιδευομένων είμαστε νέοι, ζωηροί, γεμάτοι πίστη στον δημοτικισμό, στην ελευθερία του πνεύματος, στην πρόοδο του έθνους. Αυτόν τον αέρα της δημιουργικής πίστης και της γόνιμης δράσης μάς τον εμφυσούσε ο Γληνός. Μόνη η αυτοκυριαρχημένη παρουσία του, η γαλήνη του, ασκούσανε μιαν ακαταμάχητη γοητεία σ’ όλους, και στους φίλους και στους αντίθετους, γιατί ανάμεσά μας υπήρχανε κάμποσοι φανατικοί καθαρευουσιάνοι παλιού τύπου κι’ αμετακίνητοι οπαδοί του στείρου εκπαιδευτικού ιδανικού των λογιοτάτων. Όμως κανένας δεν αμφισβητούσε την επιβλητική προσωπικότητα του Γληνού, την ζωντανή παιδαγωγική του κατάρτιση, καθώς και την ακεραιότητα του ήθους του και την ειλικρίνεια της πίστης του. Γιατί κανένας δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί πως ο Γληνός είχε τάξη στο μυαλό του, ιδέες θετικές, μέθοδο ατράνταχτη (διαλεχτική) για την ερμηνεία των φαινομένων, την ικανότητα να πραγματοποιεί ό,τι πίστευε και προ παντός το μεγάλο δώρο του λόγου. Γιατί ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα υπέροχος δάσκαλος και δημιουργός· ήτανε και άφταστος ομιλητής. Είχε το σπάνιο προτέρημα όχι να ρητορεύει κατά τον συνηθισμένο τρόπο των πολιτικάντηδων δημοκόπων ή των αερολόγων καθηγητών για την “παραχρήμα ηδονήν” των χαζών. Ο Γληνός είχε καθαρές ιδέες κι’ ήξαιρε να τις αναπτύσσει παστρικά και με τέχνη. Ο λόγος του γοήτευε με την αντικειμενικότητα των αληθειών του, με την μαστοριά του ύφους του και με την θέρμη της πίστης του. Είχε το χάρισμα εκείνο του Περικλή, όπως τόσο επιγραμματικά το προσδιόρισε ο μεγάλος Θουκυδίδης: “γνώναι τα βέλτιστα και ερμηνεύσαι αυτά”, δηλαδή το χάρισμα να καταλαβαίνει το σωστό και το συμφέρο και να μπορεί να το εκφράζει με τον λόγο: να πείθει και να οδηγεί στην πράξη.
Τέτοιος παιδαγωγός σαν τον Γληνό, με την άρτια θεωρητική του κατάρτιση, με την μοναδική του διδακτική ικανότητα, με το εξαίσιο τάλαντο του λόγου και με την σωστή κοινωνική του τοποθέτηση (αν και τότες, όχι ρητή και φανερή), ήτανε φυσικό πως θα τρόμαζε την “νεοελληνική πραγματικότητα”, την πανίσχυρη ακόμα αντίδραση του καιρού εκείνου: το κοτζαμπασίδικο αρνητικό πνεύμα στην οικονομία, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην παιδεία και στον τύπο, τον στείρο και τυχοδιωκτικό μεγαλοϊδεατισμό των εκμεταλλευτών του λαού. Και ξεσηκώθηκε σε λίγα χρόνια (στα 1924) ενάντιά του. Σ’ έναν τόπο, που η μαυρίλα μονοπωλεί τις “αλήθειες” και φρουρεί την “ηθική” και υπερασπίζεται το “έθνος” και την “αγνή ελληνική οικογένεια” και τις “εθνικές παραδόσεις”, ήτανε φυσικό η μαυρίλα να βασιλεύει και να κλείνει το φως στα μπουντρούμια.
Ο Γληνός (όσο θυμάμαι ύστερα από 30 χρόνια) μάς δίδασκε παιδαγωγικά και ηθική. Και τις ώρες που είχαμε αυτά τα μαθήματα (που σ’ άλλα σχολαστικά και στείρα χέρια θα ήτανε τα πιο ανιαρά) τις θεωρούσαμε τις πιο ευτυχισμένες της ημέρας. Ήτανε ώρες γοητείας. Και η γοητεία τούτη του δασκάλου χρωστιότανε όχι μονάχα στο χάρισμα του λόγου – ενός λόγου αμείλιχτα αντιβερμπαλιστικού, αλλά γενικότερα στο αχτιδοβόλημα της προσωπικότητάς του. Μας άνοιγε τα μάτια, που μας είχανε στραβώσει οι γλαύκες του πανεπιστημίου και μας έκανε να βλέπουμε τον κόσμο και τα φαινόμενά του εξελιχτικά (επιστημονικά), επομένως μας αποκάλυπτε τον κόσμο για πρώτη φορά όπως είναι κι’ όχι όπως τον θέλουμε κι’ όπως πρέπει να είναι.
Για την εποχή εκείνη, την εποχή της δημοσιοϋπαλληλικής του υπηρεσίας, ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα ένας έξοχος δάσκαλος παρά κι’ ένας πρωτοπόρος. Το υλικό που μας δίδασκε, όσο και νάτανε καλά διαλεγμένο και καλύτερα δουλεμένο, μπορούσε κανείς επί τέλους να το βρεί όπως-όπως στα πιο καινούργια βιβλία. Μα την διαλεχτική του μέθοδο, ήταν ένα καινούργιο πνευματικό όπλο για την κατανόηση και την κατάχτηση της ζωής. Σ’ αυτό ήτανε ουσιαστικά πρωτοπόρος. Υπήρξανε στον καιρό του κι’ άλλοι ριζοσπάστες νέοι επιστήμονες, που ακουστήκανε πολύ. Ο ριζοσπαστισμός τους όμως ήτανε τυπολογικός. “Επαναστάτες” της γλώσσας. Στο βάθος αντιδραστικοί. Κι’ απόδειξη. Όταν λίγα χρόνια αργότερα, στα 1925, η εξέγερση της αντίδρασης ενάντια στην παιδαγωγική ακαδημία ξεχώρισε τους αληθινούς πρωτοπόρους από τους ψεύτικους, ο Γληνός πέρασε στο στρατόπεδο του λαού (της κοινωνικής επανάστασης) κι’ έγινε ένας από τους πιο έγκυρους πνευματικούς του ηγέτες, ενώ οι ψευτοεπαναστάτες και ουτοπιστές της επιφάνειας περάσανε στην αντίδραση, άμεσα ή έμμεσα δεν έχει σημασία.
Αλλ’ αν στην διδασκαλία του ο Γληνός ήτανε σπουδαίος, στα φροντιστήριά του ήτανε σπουδαιότερος. Εκεί έδειχνε πόσο οι γνώσεις του δεν ήτανε βιβλιακές παρά ζωντανές κι’ εκεί έδειχνε την μεγάλη του ικανότητα του “γνώναι τα βέλτιστα και ερμηνεύσαι αυτά”.
Έδινε από την αρχή της χρονιάς διάφορα θέματα (παιδαγωγικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, κοινωνιολογικά κλπ.) σε πολλούς μετεκπαιδευόμενους (για κάθε θέμα ένας εισηγητής και ένας συνεισηγητής) κι’ αυτά τα θέματα τα αναπτύσσανε οι αρμόδιοι σε ορισμένες από τα πριν μέρες. Κατόπι γινότανε η συζήτηση. Ο Γληνός πρέδρευε. Έδινε τον λόγο και διεύθυνε την συζήτηση. Και στο τέλος έπαιρνε αυτός τον λόγο. Κι’ έβγαζε την “απόφαση”. Έκανε πρώτα μια ανακεφαλαίωση των ειπωμένων. Κι’ ύστερα προσπαθούσε να βρει ποιες γνώμες ήταν επιστημονικά βάσιμες και ποιες όχι και τελείωνε με την πιο σωστή τοποθέτηση του ζητήματος, που κανένας δεν ένοιωθε, πως αυτή δεν ήτανε σωστή, εξόν από τους φανατισμένους με την άποψή τους, αλλά ο φανατισμός μπορεί να είναι αντικείμενο της επιστήμης όχι όμως και μέθοδος της επιστήμης.
Τον Γληνό τον ξαναβρήκα δάσκαλο και στα 1935, στον Άη Στράτη. Εκεί μας είχε στείλει δεμένους να πάρουμε τον αέρα μας ο θρυλικός κεραυνός Κονδύλης, όσο να τελειώσει το θρυλικό του δημοψήφισμα για την επαναφορά του Γλύξμπουργκ (με την δικαιολογία που έδωσε στην Βουλή, πως η Ελλάδα είναι χώρα καθυστερημένη κι’ επομένως δεν της κάνει το καλύτερο πολίτευμα της δημοκρατίας, παρά το χειρότερο της βασιλείας! …)
Εκεί στην εξορία ο Γληνός ξανάγινε δάσκαλος όχι πια των δασκάλων παρά των αγωνιστών του λαού. Έκανε σειρά ενδιαφέρουσες ομιλίες για πολλά ζητήματα … Αλλά τον ρόλο του δασκάλου δεν τον περιόριζε μονάχα σ’ αυτές τις ομιλίες παρά έκανε και δουλειά διαφωτιστή. Ήτανε ο δάσκαλος μιανής από τις πολλές ομάδες των εξορίστων, αλλά δυστυχώς εγώ δεν ανήκα στην ομάδα του.
Πάντως ο Γληνός, όσο ζούσε, στάθηκε ο συμβουλάτοράς μου – ο δάσκαλός μου – σ’ ό,τι βιβλίο έγραφα. Την “Απολογία του Σωκράτη” και το “Φως που καίει” (δεύτερη έκδοση), αυτός πρώτος τα διάβασε δαχτυλογραφημένα κι’ είπε την γνώμη του· την γνώμη τους και για την τεχνική τους αξία και για την καλή (ή κακή) γραμμή τους”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι το γραφτό του Κώστα Βάρναλη με τίτλο “Ο Γληνός Δάσκαλος”, που καταχώρησα χθες και σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, το άντλησα από τον τόμο “Στην Μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού. Μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του”, “Τα Νέα Βιβλία” Α.Ε. Αθήνα 1946.
Κώστας Π. Παντελόγλου