Image

Αναφορά στα οικοδομήματα και την αστική υποδομή της Αθήνας λίγο πριν τον 20ο αιώνα

Γιάννη Τσαρούχη, "Σπίτι με Καρυάτιδες (στην οδό Ασωμάτων)", 1952

Σήμερα εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, δίνω μια συνέχεια στα όσα υποστηρίζω σχετικά με το θέμα “Οι οικοδόμοι στην Ελλάδα (και το κίνημά τους)”, καταχωρώντας ένα δημοσίευμα, το οποίο αναφέρεται στα της Αθήνας την εποχή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (1896) – αναφέρεται στην αστική υποδομή, στα δημόσια κτίρια, στα οικοδομήματα των πνευματικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, στα μέγαρα των ευπόρων Αθηναίων και των πλουσίων Ελλήνων της Διασποράς, αλλά και στα κτίσματα της μεσοαστικής και μικροαστικής τάξης, καθώς και στα έργα της νεώτερης ναοδομίας, αναφέρεται παρά ταύτα με πυκνή διατύπωση σε όλα αυτά, σημειώνοντας και ονόματα ξένων ή ελλήνων αρχιτεκτόνων και χρονολογίες.

Έχομε έτσι μια συνοπτική καταγραφή έργων πολλών και σημαντικών, δημιουργηθέντων βάσει σχεδίου φυσικά, με την συμμετοχή, την αποφασιστική συμβολή οικοδόμων με οξεία αντίληψη και επαρκή ικανότητα, όχι μόνο επί του συγκεκριμένου εδάφους της ειδικότητάς τους, αλλά και γενικότερα.

Έχομε δηλαδή το αντικείμενο της εργασίας τους, διευκολύνεται έτσι η έρευνα των συνθηκών εργασίας τους και του κινήματός τους, με την προσέγγιση πλήθους πηγών και την εξαντλητική συσχετισμένη μελέτη αυτών των πηγών.

Ας διαβάσουμε τώρα με προσοχή, και από την σκοπιά που εξετάζουμε τα πράγματα, το δημοσίευμα για το οποίο έκανα λόγο παραπάνω:

“… Τόσο οι ταλαντούχοι ξένοι αρχιτέκτονες όσο και οι καταξιωμένοι Έλληνες συνάδελφοί τους που δούλεψαν για την συγκρότηση της μετεπαναστατικής Αθήνας, έχοντας πλέον άμεσα προσεγγίσει τις αισθητικές αρετές των αρχαίων κλασικών αθηναϊκών προτύπων, κατόρθωσαν εξελικτικά, παρά τα ποικίλα προβλήματα της εποχής, με τον επιδέξιο χειρισμό του ρυθμού ενταγμένου μέσα σε μια μετρημένη ανθρώπινη κλίμακα, με την λειτουργική οργάνωση των εσωτερικών χώρων, με τις ελαφρές αναλογίες και τον απέριττο καλλιτεχνικό διάκοσμο, να οδηγήσουν τον αθηναϊκό νεοκλασικισμό κατά την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα στην κορύφωσή του.

Στις μέρες των (πρώτων) Ολυμπιακών Αγώνων (1896) η Αθήνα είχε αναπτυχθεί προς όλες τις κατευθύνσεις …

Είχαν χαραχτεί πολλοί από τους κύριους οδικούς άξονες που συνέδεαν το κέντρο της πόλης με τις δημιουργούμενες συνοικίες, οι μεγαλύτεροι με τα εξοχικά θέρετρα Κηφισιά και Φάληρο. Είχαν γίνει επιστρώσεις και δενδροφυτεύσεις σε πολυσύχναστους δρόμους, ενώ είχαν καλλωπιστεί οι πλατείες και είχαν δημιουργηθεί κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, όπως ο Βασιλικός Κήπος, ο Κήπος του Θησείου και η ειδυλλιακή περιοχή του Ζαππείου με τις παριλίσσιες εκτάσεις.

Στην αστική υποδομή ακόμη είχαν ληφθεί, αν και ελλιπή, βασικά μέτρα … όπως ύδρευσης, φωτισμού, τηλεφωνίας, αποχετεύσεων, καθαριότητας και συγκοινωνιών. Η λειτουργία του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς (1869) επεκτάθηκε το 1895 από το Θησείο στην Ομόνοια, ενώ κατά την δεκαετία του 1880 η Αθήνα συνδέθηκε σιδηροδρομικά με το Λαύριο και την Κηφισιά, αλλά και την υπόλοιπη χώρα. Ιπποκίνητος τροχιόδρομος και γραφικές άμαξες εξυπηρετούσαν … τους Αθηναίους στις μετακινήσεις τους.

… η Αθήνα του 1896 είχε να επιδείξει μεγαλειώδη δημόσια κτίρια, που δέσποζαν διάσπαρτα σε επίκαιρα σημεία της. Ήταν όλα τους προϊόν συνεργασίας περιώνυμων αρχιτεκτόνων, γλυπτών και ζωγράφων. Είχαν επίσης οικοδομηθεί μεγαλοπρεπή πνευματικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα, τα περισσότερα προσφορά ευαισθησίας προς την παιδεία και την κοινωνική μέριμνα των μεγάλων εθνικών ευεργετών. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά: Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο (1834, W. Weiller), το Οφθαλμιατρείο (1847, Ch. Hansen Λ. Καυταντζόγλου), τα Βασιλικά Ανάκτορα (1836, Gartner), το Πανεπιστήμιο (1839, Ch. Hansen), το Αστεροσκοπείο (1842, Th. Hansen), το Βουλευτήριο (1858, F. Boulanger, Π. Κάλκος), το Δημαρχείο (1872, Π. Κάλκος), η Σιναία Ακαδημία (1859, Th. Hansen), η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη (1888, Th. Hansen), το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο (1846, Λ. Καυταντζόγλου), το Θεραπευτήριο Ευαγγελισμός (1881, Α. Θεοφιλάς), το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (1866, C. Lange Π. Κάλκος Th. Hansen, E. Ziller), το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1862, Λ. Καυταντζόγλου), το Ζάππειο Μέγαρο (1874, F. Boulanger Th. Hansen), το Δημοτικό Θέατρο (1873, E. Ziller), κτίρια για τα οποία περηφανεύονταν οι Έλληνες του 1896, όταν υποδέχονταν στην γη τους τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Αρμονικά συνυπήρχαν με τα δημόσια κτίσματα και τα ευαγή ιδρύματα, τα μέγαρα των ευπόρων Αθηναίων και των πλουσίων Ελλήνων της Διασποράς, αλλά και τα ταπεινότερα κτίσματα της μεσοαστικής ή και μικροαστικής τάξης.

Τα πρώτα, συγκεντρωμένα ως επί το πλείστον γύρω από το Παλάτι και στην Λεωφόρο Κηφισίας, την Λεωφόρο Πανεπιστημίου, την Οδό Σταδίου και αλλού, ακολουθούσαν τις κλασικιστικές απόψεις της ρυθμολογίας. Ήταν συνήθως ημιτριώροφες κατασκευές, με άνετους εσωτερικούς χώρους και πλούσιο εξοπλισμό, που εντυπωσίαζαν με τον όγκο τους και με την χωρίς φειδώ χρήση ακριβών υλικών για τις εσωτερικές και εξωτερικές διακοσμήσεις με τα πολυποίκιλα χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα, τα καλοδουλεμένα πήλινα ή μαρμάρινα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα αγάλματα, τα εσωτερικά κλιμακοστάσια, τις “κοσμηματογραφίες” στους τοίχους και τις οροφές, κλπ. Αναφέρονται μερικά που διασώζονται μέχρι σήμερα: το μέγαρο “Ilisia” της Δούκισσας της Πλακεντίας (1840, Σταμ. Κλεάνθης), το μέγαρο Α. Δημητρίου (1842, Th. Hansen) μετέπειτα ξενοδοχείο “Grand Bretagne”, το μέγαρο Σερπιέρη (περ. 1875, Α. Θεοφιλάς), τα μέγαρα Ανδρ. Συγγρού (1873, E. Ziller) και Βασιλείου Μελά (1874, E. Ziller), η οικία Στεφ. Ψύχα (1871, E. Ziller), το “Ιλίου Μέλαθρον” (1879, E. Ziller), το μέγαρον Όθωνος Σταθάτου (1886, E. Ziller).

Τα δεύτερα, κτίσματα μονώροφα ή διώροφα, μικρότερες νεοκλασικές κατοικίες ή και απλά σπιτάκια, με απέριττη αλλά χρηστική εσωτερική διαρρύθμιση, έργα ανωνύμων μαστόρων, ειδικευμένων πια στην κλασικιστική τεχνική και διακοσμητική, καθόριζαν με τα κεραμικά κιονόκρανα, ακροκέραμα, φουρούσια και γεισοποδίσματα στις προσόψεις τους, τους κήπους και τις αυλές τους, την γοητευτική φυσιογνωμία της Αθήνας την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τα έργα της νεώτερης ναοδομίας. Οι εκκλησίες, κτισμένες κυρίως σε πλατείες σε κεντρικά σημεία της πόλης σε “ελληνοβυζαντινό” ρυθμό, χρονολογούνται οι περισσότερες στην οθωνική εποχή και αποτελούν, όπως και οι ναοί των ξένων δογμάτων, σημαντικές συνεισφορές στην εικόνα της πόλης: Μητρόπολη 1842, Άγιος Γεώργιος Καρύκης 1845, Αγία Ειρήνη 1846, Ζωοδόχος Πηγή 1846, Αγγλικανική Εκκλησία Αγίου Παύλου 1840, Άγιος Διονύσιος των Καθολικών 1853 κά. Αδιαμφισβήτητες, όμως, καλλιτεχνικές αξίες ήταν οι Αθηναϊκές βυζαντινές εκκλησίες, κυρίως του 11ου και 12ου αιώνα: Άγιοι Απόστολοι, Άγιοι Θεόδωροι, Καπνικαρέα, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, κά. …”

Προσθέτω τώρα ότι το κατατοπιστικότατο, παρά τον συνοπτικό του χαρακτήρα, αυτό δημοσίευμα – πολυτιμότατο δε από την σκοπιά που εξετάζουμε τα πράγματα – φέρει την υπογραφή της αρχαιολόγου Αλίκης Σολωμού και έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Η Καθημερινή / Επτά Ημέρες” την Κυριακή 22 Αυγούστου 2004.

Κώστας Π. Παντελόγλου