Στις 27 Οκτωβρίου 1995 μια εκδήλωση για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 έλαβε χώρα στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ), οργανωμένη από τον Σύλλογο των Εργαζόμενων στο Επιμελητήριο – μεταξύ άλλων μίλησε και η Έλλη Παππά· από όσα σε αυτή την ομιλία της είπε, απέσπασα τα παρακάτω, αναφερόμενα στο θέμα του τίτλου, και τα καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”…
Η Έλλη Παππά ήταν αδελφή της Διδώς Σωτηρίου και σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, με πλούσια τη συνεισφορά στην Εθνική Αντίσταση, στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, και στην δημοσιογραφία, ενώ σημαντική ήταν και η συγγραφική της επίδοση…
Η Έλλη Παππά είχε ορισμένη σχέση με την Πόλη μας και την αγωνιστική της πρωτοπορία, γι’ αυτά όμως μια άλλη φορά – ας διαβάσουμε τώρα τι είπε στην εκδήλωση που παραπάνω σημείωσα για το θέμα του τίτλου:
“Θα ‘θελα επίσης να σταθώ λίγο στο “Όχι”. Λέμε, ακούγεται πάρα πολύ σαν σλόγκαν πλέον, ότι το “Όχι” το είπε ο λαός. Θέλω να πω ότι δεν είναι σλόγκαν. Είναι η αλήθεια. Το είπε και το είπε πολύ πριν να χτυπήσει ο Μουσολίνι την Ελλάδα.
Δηλαδή όταν έγινε ο τορπιλισμός του “Έλλη” στην Τήνο, ήταν Δεκαπενταύγουστος [1940]. Η αντίδραση του κόσμου ήταν: “Αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί θα πολεμήσουμε. Το άκουγες στο τραμ, το άκουγες στα λεωφορεία, παντού απλωνόταν, κάποιος άρχιζε να μιλάει, γενικευόταν η κουβέντα και ήταν “θα πολεμήσουμε”. Δηλαδή το “Όχι” προηγείται του Πολέμου.
Επομένως, δεν μπορούσε παρά να εκδηλωθεί όπως εκδηλώθηκε και αυτό εξηγεί και αυτή την ευδαιμονία με την οποία οι νέοι εκείνης της εποχής πηγαίνανε στον Πόλεμο. Ήταν κάτι καταπληκτικό, το βλέπετε στα ντοκιμαντέρ άλλωστε, είναι καταπληκτική αυτή η χαρά, αυτή η ευδαιμονία. Λες και πάνε σε πανηγύρι.
Ήταν ακριβώς γιατί αισθάνονταν την ανάγκη να πολεμήσουν ή να μην αφήσουν τον φασισμό τον ξένο να έρθει και να πατήσει την Ελλάδα. Αυτό το “Όχι” συνεχίστηκε και μετά, και γι’ αυτό λέω ότι συνδέεται άμεσα με την Αντίσταση, όταν πλέον μπήκαν οι Γερμανοί και πήγαν ξοπίσω και οι Ιταλοί, τα αισθήματα του κόσμου ήταν λίγο περίεργα απέναντι στους Ιταλούς. Όχι περίεργα, αυτά που όφειλαν να είναι.
Δηλαδή τους έβλεπαν πια με περιφρόνηση. Ήταν αυτοί που δεν μπόρεσαν να μπουν με τα δικά τους όπλα στην Ελλάδα και μπήκαν πίσω από τα όπλα του Χίτλερ. Και όπως ο λαός είχε αντιμετωπίσει με σάτιρα και με χιούμορ από την αρχή τους Ιταλούς, επειδή είχαν φτερά, όλα αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα, που δεν αρέσανε στον Έλληνα, ο οποίος ήταν πολύ πιο λιτός και στο ντύσιμό του και σε όλες του τις εκδηλώσεις, δεν φορούσε τέτοια, γι’ αυτό έλεγε τα κοκορόφτερα και οι κοκορόφτεροι και όλα αυτά.
Όταν μπήκαν λοιπόν στολισμένοι με φτερά και με καπέλα περίεργα οι Αλπίνοι και δεν ξέρω ποιοι, ο λαός αισθάνθηκε περιφρόνηση. Όταν όμως η Ιταλία συνθηκολόγησε [το 1943], ο Έλληνας πάλι τους περιέθαλψε τους Ιταλούς […] γιατί κυνηγιούνταν από τους Γερμανούς. Είναι αυτές οι εναλλαγές των αισθημάτων, οι οποίες νομίζω ότι είναι αρκετά χαρακτηριστικές και είναι κρίμα να περνάνε απαρατήρητες, να τις αγνοεί ο κόσμος σήμερα.
Επίσης, αμέσως με την Κατοχή, χωρίς να έχει γίνει ακόμα ούτε ΕΑΜ, ούτε τίποτα, δημιουργήθηκαν παντού […] ομάδες Αντίστασης. […]
Και ύστερα, όταν ήρθαν εξόριστοι αγωνιστές από τα νησιά, όπου τους είχε η δικτατορία [του Μεταξά] και άρχισαν να οργανώνουν κάτι, μας ζήτησαν να παραδώσουμε τις ομάδες. Και τις παραδώσαμε βεβαίως, γιατί θέλαμε να γίνει κάτι ενιαίο, κάτι πιο αποτελεσματικό […].
[…] όταν έφυγε η Κυβέρνηση από δω, αφήνοντας πλήρες κενό εξουσίας, όταν έρχονταν οι φαντάροι από την Αλβανία, δεν υπήρξε σχέδιο που να καλύψει την υποχώρηση από το Μέτωπο, έρχονταν […] με τα πόδια οι περισσότεροι, πεινασμένοι. Το πρώτο “πεινάω”. Ξέρετε το “πεινάω” ήταν στον πρώτο καιρό της Κατοχής μια κραυγή που την άκουγες νύχτα-μέρα και το πρωί, βγαίνοντας από το σπίτι σου δρασκελούσες τα πτώματα αυτών που τη νύχτα φωνάζανε “πεινάω”.
Δρασκελούσαμε πτώματα κάθε πρωί, πώς το λένε; Τα οποία βέβαια οι Γερμανοί δεν αναγνωρίζουν τώρα, για να δώσουν τις αποζημιώσεις. Αυτό το μέγεθος της πείνας ήταν κάτι τρομακτικό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αυτά έτσι ως σημεία, […] όχι από τα πολύ θριαμβολογικά, ο ηρωισμός, τα τραγούδια της Βέμπο και όλα αυτά τα πράγματα. […]
[…[ να μην ξεχάσουμε […] και το ότι μιλούσαν όλοι, μιλάμε όλοι για Αλβανικό, για τον Πόλεμο της Αλβανίας. […] όταν κατεβαίναμε στους δρόμους να γιορτάσουμε την [κατάληψη] της Κορυτσάς, την [κατάληψη] του Αργυροκάστρου, μία-μία όπως πέφτανε οι πόλεις, δεν το κάναμε με την ιδέα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παίρναμε εδάφη και χαιρόμασταν γιατί καταλαβαίναμε ότι απελευθερώναμε την Ελλάδα στα βουνά της Αλβανίας και μαζί και τον αλβανικό πληθυσμό από τα στρατεύματα του Μουσολίνι φυσικά. […]
Τώρα πρέπει να πούμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στον Πόλεμο από την αρχή, ήταν πάρα πολύ σε βάρος της Ελλάδας. Δεν έφερα νούμερα για να μην σας απασχολώ με αριθμούς, αλλά ήταν τουλάχιστον το μισό από την αρχή.
Ωστόσο, από τις 28 [Οκτωβρίου 1940] που έγινε η εισβολή και [μπήκαν] οι Ιταλοί μέσα, φτάσανε σχεδόν ως το Μέτσοβο, εκεί που μπορέσανε να σπάσουνε τις γραμμές, γιατί δεν τις σπάσανε παντού, τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη ήδη είχαν πάει πίσω και από εκεί και πέρα είχε αρχίσει το κυνηγητό, το οποίο έφτασε στο σημείο οι Γάλλοι να έχουν αναρτήσει πινακίδες στα σύνορα με την Ιταλία και να λένε: “Έλληνες! Μην προχωρείτε άλλο. Από δω και πέρα είναι Γαλλία”.
Υποτίθεται ότι θα παίρνανε φαλάγγι και την Ιταλία και θα φτάνανε στα Γαλλικά σύνορα. Ήταν τότε που μας παίνευε το Αγγλικό ραδιόφωνο και λέγανε ότι δεν θα λέμε πια ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Αυτά βέβαια ήταν για τότε […]”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι όσα παραπάνω καταχώρησα σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” τα άντλησα από το “Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ”, Τεύχος 1886, Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 1995, Σελ. 10, 12 και 14.
Κώστας Π. Παντελόγλου