Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, μ’ άρεσε να διαβάζω εφημερίδες και περιοδικά, όσα αγοράζονταν στο σπίτι μας, στο άμεσο συγγενικό περιβάλλον μας, όσα λαθρανάγνωζα από τα κρεμασμένα σε περίπτερο φιλικής οικογενείας.
Μεγαλύτερος αγόραζα πια με το δικό μου χαρτζιλίκι εφημερίδες και περιοδικά.
Νεαρός σπουδαστής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου είχα πια μια καλή εικόνα του σοβαρού τύπου, τόσο του προοδευτικής αριστερής κατεύθυνσης, όσο και του συντηρητικού.
Τότε ήταν που υπήρξα και συντάκτης της τελευταίας φάσης της προδικτατορικής “Πανσπουδαστικής” (1966/67), δημιουργήματος των προχωρημένων κοινωνικοπολιτικά φοιτητών και σπουδαστών με κύρος ευρύτερο.
Τότε ήταν που υπήρξα και συνεργάτης του “Σπουδαστή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου”, οργάνου του Συλλόγου Σπουδαστών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου (Σ.Σ.Ε.Μ.Π.), αλλά και της “Γενιάς μας”, της 15νθήμερης εφημερίδας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ).
Τον Μάιο του 1964, ένα καιρό που ούτε ο “Πρωτοπόρος” της Νεολαίας της ΕΔΑ, αλλά ούτε και η “Πανσπουδαστική” εκδίδονταν, εκπορεύτηκε από τη γενέτειρά μου Νέα Φιλαδέλφεια, με εκδοτική, διευθυντική και επί της ύλης ευθύνη μου η εφημερίδα “Τα Νειάτα”· μηνιάτικη δημοκρατική έκδοση της νεολαίας, ήταν ο υπότιτλός της, η οποία κυκλοφόρησε και στην Β’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης (17 Μαΐου 1964).
Οι εφημερίδες “Αυγή”, “Δημοκρατική Αλλαγή” και “Νέα” είχαν πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών και δημοσιεύματα που έφεραν τη σφραγίδα μου, όχι όμως το όνομά μου.
Μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών – και μια προσπάθεια να δημοσιεύσω ορισμένα στα “Τεχνικά Χρονικά”, όργανο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και στην “Επιθεώρηση της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, το όργανο των Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος, το εκδιδόμενο από την Κεντρική τους Ένωση – συντάσσω μέχρι των ημερών μας τα “Δημοτικά Ζητήματα” αφενός και τον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” αφετέρου, μα όχι μόνο.
Έκαμα αυτή την εισαγωγή για να τεκμηριώσω πως δικαιούμαι, όχι μόνο ως αναγνώστης, αλλά και ως άνθρωπος του τύπου κατά κάποιο τρόπο, να έχω έγκυρη γνώμη για το βιβλίο “Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας” του δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη (Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2018) – γνώμη που συνοψίζεται σε τούτο:
Αναξιόπιστα δημοσιεύματα υπήρχαν και παλαιότερα στον ελληνικό τύπο· αυτό όμως δεν εμπόδιζε να υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία του· και τούτο διότι ο τύπος μέτραγε τον αναγνώστη, βασιζόταν στη δραχμή του, αναφερόταν στη ζωή του, του έδινε παραδείγματα ζωής αξιοβίωτης. Στις εφημερίδες και τα περιοδικά έγραφαν αριστείς του λόγου, με πλούσια εμπειρία ζωής, καλλιεργημένοι πνευματικά, υψηλού ήθους· οδηγός τους η αλήθεια, όχι η πάσης φύσεως σκοπιμότητα, η έρευνα και η διασταύρωση για να δοθεί η είδηση, το γεγονός γυμνό και απέριττο· άλλο θέμα ο σχολιασμός του από όποια οπτική γωνία.
Δεν είναι η αρμαθιά των περιπτώσεων που σύναξε ο Γιάννης Παντελάκης η αιτία της κατακρήμνισης του κύρους του ελληνικού τύπου· είναι τα παραπάνω σαφώς περισσότερο η αιτία – και κάτι ακόμα: η οικονομική δυσπραγία των απλών ανθρώπων, που δε συνάντησαν σύμμαχο τον τύπο στο πλευρό τους, στον εφιάλτη που έζησαν και ζουν την εποχή των μνημονίων.
Αυτές είναι οι αιτίες της αποστροφής των πολλών προς τον τύπο, της κατακρήμνισης της κυκλοφορίας του, και επομένως και της επιρροής του.
Κώστας Π. Παντελόγλου