Όσα ακολουθούν είναι μια αναφορά του Γιώργου Α. Λεονταρίτη σε όσα αναφέρω στον τίτλο – περιλαμβάνονται στο βιβλίο του με τίτλο “Αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι… Δημοσιογραφία, Θέατρο – Μια εποχή”, Εκδόσεις Προσκήνιο 2005, σελ. 13-14:
“… Ένα κύμα αισιοδοξίας κατείχε όλους, πως τώρα πια, μετά τη συντριβή του ναζιστικού τέρατος, δεν μπορεί, όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Κι ας ήταν τα πολιτικά πάθη οξυμένα. … Κι ας πεινούσε ακόμα ο κόσμος. “Θα φτιάξουν τα πράγματα”, έλεγαν όλοι. Κι έκαναν όνειρα. … Και τα όνειρα γεννιόνταν μέσα σ’ ένα κλίμα φορτισμένο από ζωηρές κομματικές αντιπαλότητες, που έφθαναν μέχρι τον αλληλοσπαραγμό. …
Αυτό ακριβώς ήταν το κλίμα που επικρατούσε και που ενέπνευσε τον Αλέκο Σακελλάριο και τον Χρήστο Γιαννακόπουλο να γράψουν ένα από τα ωραιότερα έργα τους, το “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”. Το είχε ζωντανέψει στο θέατρο και τον κινηματογράφο ο Λογοθετίδης μαζί με τον Ευάγγελο Πρωτοπαππά, τον Φωτόπουλο, τον Τσαγανέα, την Βασιλειάδου και άλλους εκλεκτούς καλλιτέχνες. Ένα έργο βαθύτατα ανθρώπινο, πολιτικό και όχι “κομματικό”, που έστελνε μήνυμα ενότητας και σωφροσύνης στους βαθύτατα διχασμένους Έλληνες. Ένα έργο που σήμερα πια θεωρείται “κλασικό” και θα παίζεται πάντοτε και στις κρατικές σκηνές και στο ελεύθερο θέατρο. Τότε όμως, είχε προκαλέσει σε όλους ζωηρή αίσθηση, γιατί έλεγε ακριβώς αυτά που κανείς δεν τολμούσε να ομολογήσει. Και η ουρά στα ταμεία του κινηματογράφου ήταν ατελείωτη.
Αυτό το ταραγμένο κλίμα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων …, έδωσε την αφορμή στον συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ και στον στιχουργό και συγγραφέα Μίμη Τραϊφόρο να γράψουν το περίφημο τραγούδι:
“Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου γράψε όσα λεν οι εχθροί σου.
Κι αν μας την σκάσανε με μπαμπεσιά
οι Σύμμαχοι στην μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου να μη μας αρρωστήσεις
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις…”.
Κώστας Π. Παντελόγλου