“Και βέβαια μιλούσαν για μια Αθήνα, που δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή. Υπήρχαν ακόμα γειτονιές, αυλές, γλάστρες, δεν είχαν ξεφυτρώσει πολλές πολυκατοικίες, λιγοστά αυτοκίνητα, συγκοινωνία με το τραμ, μια μικρή κουκλίστικη πρωτεύουσα, προτού παραμορφωθεί. Μια ζωή, που μπορεί να μην ήταν εύκολη (και πότε ήταν;), αλλά υπήρχε ηρεμία, ένας κόσμος που ήθελε ν’ ανασάνει από τις τραγωδίες πολέμων και μετακατοχικών συγκρούσεων. Ο κόσμος είχε ανάγκη από γέλιο, κέφι, θέαμα. Του αρκούσε το γλέντι σε συνοικιακά όμορφα ταβερνάκια, με βαρελίσιο κρασί και καμιά κιθάρα.
Χαρακτηριστικό του πόσο αραιοκατοικημένη ήταν τότε η Αθήνα, είναι και μια εμπειρία των παιδικών μου χρόνων, που σήμερα καθώς φέρνω στη μνήμη εκείνη ακριβώς την εποχή, μου προξενεί βαθιά εντύπωση.
Στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια που ήμουν πιτσιρίκος, μέναμε σ’ ένα παλιό τριώροφο στην Πλατεία Βάθη. Το καλοκαίρι καθόμασταν στο μπαλκόνι, κι έφτανε μέχρι την οδό Μάγερ – που ήταν το σπίτι μας – η μουσική και τα χειροκροτήματα από το θέατρο “Σαμαρτζή” της οδού Καρόλου! Κι ήταν παράδοξα δυο ατυχήματα τροχαία που μου συνέβησαν καθώς γύριζα από το σχολείο μου. Στον στενό δρόμο της οδού Μάγερ, όπου περνούσαν πολύ αραιά μανάβηδες με τον γάιδαρο, μικρά αμαξάκια κλπ., μια φορά με παρέσυρε ένα τζιπ, και μετά από λίγες μέρες έπεσα πάλι θύμα ενός … ποδηλάτη. Κι έλεγαν οι γειτόνισσες, που σχολίαζαν για καιρό το … απίστευτο περιστατικό:
“Χάλασε πια η Αθήνα, δεν τολμάς να … κυκλοφορήσεις!”
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Α. Λεονταρίτη “Αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι… Δημοσιογραφία, Θέατρο – Μια εποχή”, Εκδόσεις Προσκήνιο 2005, σελ. 38-39.