Το πιο συνηθισμένο είναι να τα κατηγορούν. Τα παιδιά. Πώς δε χειρίζονται καλά τη γλώσσα. Το τι λένε κάθε φορά βέβαια, δηλαδή η ουσία, το περιεχόμενο του λόγου τους, λίγο απασχολεί, π.χ. αν κάνουν μάθημα στο κρύο, αν τηρούνται οι όροι ασφάλειας ή υγιεινής στο χώρο στον οποίο περνούν τη μισή τους μέρα, αν τα μαθήματά τους έχουν ενδιαφέρον, αν ανταποκρίνονται στις ανησυχίες και τις ανάγκες τους, αν αύριο θα έχουν δωρεάν εκπαίδευση ή δουλειά. Το κύριο δεν είναι οι αγωνίες τους αλλά το γλωσσικό ένδυμα, το πώς θα το πουν.
Και πώς να το πουν; Σε ένα πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα που υιοθέτησε τη δημοτική ως γλώσσα έκφρασης για να την ξεχάσει την ίδια ακριβώς στιγμή, επανεισάγοντας με μαεστρία από την καθαρεύουσα ένα κάρο λόγιους τύπους, αν δε χρησιμοποιήσεις λέξεις όπως «υποχείριο» ή «τροχοπέδη» κινδυνεύεις να μην περάσεις στις Πανελλαδικές. Δημιουργήθηκε έτσι τεχνητά μια γλώσσα γοήτρου-τέρας, γεμάτη γενικές ουσιαστικών και παγιωμένες εκφράσεις- φαντάσματα πασπαλισμένα με μπόλικους γλωσσικούς μύθους και ιδεολογίες που κανένας σοβαρός εκπρόσωπος της επιστήμης της Γλωσσολογίας στον πλανήτη δε θα μπορούσε να ξεστομίσει: οι νέοι μας έχουν φτωχό λεξιλόγιο (πάντοτε), χρησιμοποιούν greeklish (ενώ βέβαια ο Γεώργιος Χορτάτσης έγραψε την Ερωφίλη στα αρχαία ελληνικά – και όχι στη ζωντανή γλώσσα της εποχής του και σε λατινικό αλφάβητο) και ξένα δάνεια, και γι’ αυτό η γλώσσα μας κινδυνεύει, απειλείται από βέβαιο θάνατο τα τελευταία 3000 χρόνια.
Ποιος άφησε τα παιδιά να εκφραστούν ελεύθερα, πέρα από τεχνητές φόρμες και νόρμες, στη γλώσσα που γνωρίζουν, ναι ναι, την καθομιλουμένη; Ποιος δεν τους είπε πως μπορούν να μιλήσουν σε μια απλή, ανθρώπινη και κατανοητή γλώσσα, εκείνη που χειρίζονται με τόση άνεση στον προφορικό τους λόγο όταν επιχειρηματολογούν, και με αυτήν ακριβώς να πείσουν; Ποιος τους δημιούργησε την εντύπωση πως θα εκφράσουν τη σκέψη τους καλύτερα μέσα από μιαν επίφαση λογιοσύνης και άφθονες «ελληνικούρες»;
Για τη μετεωρολογία σε μετεωρολόγους, για τεχνικά ζητήματα σε τεχνικούς, για ιατρικά ζητήματα σε γιατρούς, μόνο για τη γλώσσα δεν απευθυνόμαστε στους επιστήμονές της, τους γλωσσολόγους. Εκεί έχουν όλοι λόγο και δικαίωμα να ενοχοποιούν όσους ομιλητές δεν ακολουθούν τις δικές τους, συντηρητικές συνήθως, γλωσσικές επιλογές. Μήπως ήρθε η ώρα να το αλλάξουμε αυτό; Υπάρχουν επιστήμονες, ας διαβαστεί για αρχή η δουλειά τους.
Στο μεταξύ, την επόμενη φορά που θα χρειαστούν τη βοήθειά μας τα παιδιά ας φωνάξουν «Αρωγή!» μπας και τα ακούσει κανείς…
λ.