Image

Η ποίηση της ήττας ως αντιστασιακή ποίηση

Χρήσιμο θαρρώ να μεταφέρω στον Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας, που τίποτα δεν του είναι ξένο, μερικά από ένα κείμενο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, το οποίο δημοσιεύτηκε υπό τη ρουμπρίκα “Συζητήσεις” στην Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 113, Μάιος 1964) – τα συμβάντα των χρόνων 1989-1991 και οι έκτοτε εξελίξεις, κατά τη γνώμη μου, επιβάλουν ακόμη περισσότερο να λογαριάζονται τα διατυπωθέντα από τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο για την ποίηση της ήττας ως αντιστασιακή ποίηση:

“[…] Αν η αντιστασιακή ποίηση χαρακτηριζόταν […] από μια πρωτοβάθμια ποιητική αίσθηση, η άρνησή της (η ποίηση της ήττας) χαρακτηρίζεται από μια επίμονη προσήλωση στα ψυχολογικά μετέπειτα, την προβληματική και τις γενικότερες επιπτώσεις που προκάλεσε το τσάκισμα του κεντρικού οράματος της Κατοχικής γενιάς […]

Αυτή η εμμονή στην έρευνα της στάχτης δεν είναι πάντα μια “μονομέρεια”, αντίθετα αποτελεί μια πολύ ανθρώπινη προσπάθεια διάσωσης των “τιμαλφών” μιας αδικαίωτα ξοδεμένης νεότητας. Η ποίηση π.χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη, που σωστά ο Βύρων Λεοντάρης θεωρεί σαν μια ευθύς εξ αρχής “άρνηση του αντιστασιακού πνεύματος”, δεν παύει νάναι συγχρόνως μια γνήσια μορφή αντίστασης στη φθορά του εργατικού κινήματος, μια πέτρα στο τέλμα της προσαρμογής και της ήττας:

Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει
Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες
(“Η Συνέχεια”)

[…] επιμένω περισσότερο από τους προηγούμενους συζητητές στους ποιητές που πρώτοι συνέτειναν να διαμορφωθεί το υπό συζήτηση ποιητικό κλίμα “της ήττας”. Δεν είναι τυχαίο πως οι σημαντικότεροι απ’ αυτούς (Κατσαρός, Αναγνωστάκης, Δούκαρης, Αλεξάνδρου) ανήκουν βασικά στον κορμό της αριστερής ιδεολογίας, παρά τις αμφιβολίες, τις “απογοητεύσεις”, τα ερωτηματικά και τις αναθεωρήσεις τους.

[…]

Όλοι αυτοί που αναφέραμε πιο πάνω μάς έδωσαν ένα έργο που […] περικλείει την πιο συγκινημένη και συγκινητική προσπάθεια έκφρασης μιας ποιητικής γενιάς που θέλησε να συνεχίσει με τον τρόπο της την αντίστασή της και μετά την ήττα των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων των οποίων η κατά παράδοσιν αντιστασιακή ποίηση υπήρξε ένας πολύ θαμπός καθρέφτης. […]

[…] Η μετάθεση βαθύτερα μέσα στο μέλλον του οράματος εκείνου που για την αντιστασιακή γενιά αποτελούσε μια άμεσα πραγματοποιήσιμη προοπτική είναι ήδη ένα γεγονός αρκετά δραματικό για να μεταβληθεί σε πηγή μιας ανάλογης ποίησης και νομίζω πως εξηγεί πολλές από τις αναστολές του σημερινού αγωνιζόμενου ανθρώπου εν σχέσει με την σιγουριά του αντιστασιακού. Αν γι’ αυτόν τον τελευταίο το “μέλλον” ήταν κάτι που κιόλας ανέτειλε μέσ’ από τα συντρίμμια του αγκυλωτού σταυρού, η σημερινή πραγματικότητα απαγορεύει στον ποιητή επί ποινή αποτυχίας να λέει ότι “το μέλλον είναι στην τσέπη μας σαν το κλειδί του σπιτιού μας”.

Συνεπώς η ποίηση που εγκατέλειψε την “κελυφοποιημένη συμβατικότητα” […] δεν έκανε τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από το να ασκήσει το δικαίωμά της να επιβιώσει. Κι είναι καιρός να της αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα – το δικαίωμα να μιλάει δυνατά για ό,τι θέλει και όσο θέλει αδιαφορώντας αν θα γαβγίσουν ή δεν θα γαβγίσουν οι σκύλοι και τα σκυλάκια της ‘άλλης όχθης’”.

Κώστας Π. Παντελόγλου