Ο Δήμος ΝΦ-ΝΧ έχει εκατοντάδες υπαλλήλους. Οι υπάλληλοι αυτοί κατατάσσονται σε διαφορετικές υπηρεσίες και βαθμίδες, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας. Οι δημοτικοί υπάλληλοι οφείλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους όπως ορίζονται από αυτό τον Οργανισμό και τη νομοθεσία κατά πρώτον, και κατά τις αποφάσεις των αιρετών οργάνων του δήμου κατά δεύτερον (εξάλλου κι ο ίδιος ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας είναι απόφαση του δημοτικού συμβουλίου).
Όμως δια των υπαλλήλων, και μάλιστα των διευθυντών και προϊσταμένων, διασφαλίζεται η νομιμότητα των πράξεων των αιρετών και εξασφαλίζεται η διοικητική συνέχεια του θεσμού. Οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι έχουν μεταξύ άλλων το ρόλο να φέρουν τα πολιτικά προγράμματα των αιρετών στα όρια της πραγματικότητας, απαλλάσσοντάς τα από τις ανεδαφικές πομφόλυγες της ρηχής πολιτικής μας ζωής (αυτή τη δουλειά την κάνουν για τους εκλεγόμενους που έχουν κάποιο πρόγραμμα, διότι αν δεν έχουν, οι υπάλληλοι κάνουν τη δουλειά τους και οι αιρετοί παίρνουν απλώς τις αργομισθίες τους…).
Οι υπηρεσίες του δήμου διαμορφώνουν τις εισηγήσεις των διαφόρων θεμάτων προς το ανώτατο όργανο του δήμου, το δημοτικό συμβούλιο δηλαδή, και παρίστανται σε αυτό υποβοηθητικά στους αιρετούς – στο ιδεατό επίπεδο, οι αιρετοί εκφράζουν την κοινωνία και οι υπάλληλοι εκφράζουν το θεσμό, δηλαδή το σύμπλεγμα της επιστημονικής κατά αντικείμενο γνώσης και της ισχύουσας νομοθεσίας. Γι’ αυτό και δεν είναι απλώς εργαζόμενοι, όπως θέλει να τους παρουσιάζει το σωματείο εργαζόμενων του δήμου: Έχουν αρμοδιότητες, αποφασίζουν, θέτουν υπογραφές, κατανέμουν πόρους.
Σε τελική ανάλυση, οι δημοτικοί υπάλληλοι, και μάλιστα οι διευθυντές και προϊστάμενοι, διαμεσολαβούν για τη συνέχεια εκείνη που εξασφαλίζει, ή λέει ότι εξασφαλίζει, τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος πάνω σε μια κάποια ορθολογική διοικητική βάση.
Τρία χαρακτηριστικά περιστατικά των τελευταίων μηνών μάς δείχνουν ότι η δημοτική αρχή Βούρου-Κωνσταντινίδη-Κοπελούσου, ο δήμαρχος Βούρος και οι αντιδήμαρχοί του (Κουτσάκης, Τάφας, Κανταρέλης, Γραμμένος, Παπακώστα και Κωνσταντινίδης), διατηρούν εχθρική σχέση με τη νομιμότητα και τους κατά νόμον εκφραστές αυτής της νομιμότητας μέσα στο θεσμό στον οποίο ασκούν εξουσία.
Πρώτα, ο Γιάννης Βούρος απέλυσε τη Γενική Γραμματέα του δήμου.
Έπειτα, ο Δημήτρης Κανταρέλης παρέκαμψε την άποψη της Τεχνική Υπηρεσίας και παρατύπως χρησιμοποίησε, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα από την ίδια, το όνομα της διευθύντριάς της σε τροποποίηση όρων δημοπράτησης έργου για το Στρατιωτικό Εργοστάσιο (αυτό ντε, με τις γιρλάντες λαμπιονιών στα παράθυρα). Ήταν το δεύτερο κρούσμα εμφανούς απόστασης αυτού του αντιδημάρχου από τη διευθύντρια της τεχνικής υπηρεσίας, μετά την … εξαφάνισή της από τη συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο για το ζήτημα της Τάφρου Μελισσανίδη.
Τέλος, ο Σπύρος Γραμμένος επιτρέπει το μαφιόζικο κρέμασμα στα μανταλάκια της προϊσταμένης του Τμήματος Άλσους της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Πρασίνου, διότι εκείνη έκανε αναφορά προς τον δήμαρχο για τις αυθαιρεσίες εις βάρος του Άλσους εκ μέρους του εργολάβου της υπογειοποίησης της οδού Πατριάρχου Κωνσταντίνου.
Δε θα μπούμε στη διαδικασία να σχολιάσουμε τις προθέσεις ή τις μεθόδους των επιχειρηματικών συμφερόντων με το μανδύα της ΑΕΚ, διότι το έχουμε κάνει επί μακρόν από το 2013 και “όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει”, που έλεγε κι ένας ευφραδής υπηρέτης της “ελληνικής κακοδαιμονίας”. Θα πούμε μόνο ότι η υπογειοποίηση της Πατριάρχου Κωνσταντίνου είναι ένα έργο που υπάρχει μόνο επειδή ο Δημήτρης Μελισσανίδης και τα παλικάρια του σε διάφορα πόστα επέβαλαν δια της βίας να υπάρξει, και το πληρώνουμε από την τσέπη μας ως φορολογούμενοι.
Ούτε θα σχολιάσουμε ιδιαίτερα τον Γιάννη Βούρο, που έχει ο ίδιος πει ότι ανέλαβε το ρόλο του μπροστινού σε μια υπόθεση που ήρθε να επιβληθεί δια της βίας στην κοινωνία της Νέας Φιλαδέλφειας στην οποία, εξάλλου, είναι και τουρίστας – ήταν αναμενόμενο ο στενός του μηχανισμός (Μπάρδης, Παπανικολάου, Αρβανίτης – αυτοί, ντε, που παίρνουν δημοτικό χρήμα για να ανεβάζουν κακογραμμένες αναρτήσεις στο Facebook και στα “ανεξάρτητα” μέσα “ενημέρωσής” τους) να πετάξουν στα σκυλιά όποιον λέει απλώς την αλήθεια των πραγμάτων.
Τίθεται, ωστόσο, ένα σοβαρό ουσιαστικό ζήτημα όταν πρόσωπα όπως ο Κανταρέλης ή ο Γραμμένος, των οποίων την πολυετή παρουσία στην πόλη, ακόμη και την επιμέρους θετική συνεισφορά τους σε ορισμένα ζητήματα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, εκθέτουν, κατά τον τρόπο που δε δίστασαν να κάνουν, διευθυντές και προϊσταμένους των δημοτικών υπηρεσιών. Τι εννοούν; Ότι τα συγκεκριμένα στελέχη της δημοτικής μηχανής δεν είναι ικανά; Ότι τα συγκεκριμένα στελέχη δεν υπερασπίζονται τα συμφέροντα του δήμου, των δημοτών και των κατοίκων αυτής της πόλης; Ότι, στην περίπτωση του Άλσους, κακώς διαπιστώνει το αρμόδιο Τμήμα πως αυτή τη στιγμή γίνεται ένα έργο με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι έχει αδειοδοτηθεί;
Οι Κανταρέλης και Γραμμένος, που δεν είναι τουρίστες σαν τον επικεφαλής τους, οφείλουν να δώσουν εξηγήσεις για τη στάση τους. Κι αν δεν τις δώσουν μόνοι τους, τώρα που μπορούν, θα βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του: δηλαδή ότι οι ίδιοι ή φοβούνται να μιλήσουν ή εκτελούν συμβόλαια. Ότι, τέλος πάντων, σ’ αυτή την πόλη μόνο μια γνώμη επιτρέπεται.
Τούτων λεχθέντων, δε σημαίνει ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες έχουν πάντα δίκιο κι ο λόγος τους είναι θέσφατο. Αλλά, βέβαια, για να κρίνουμε τις απόψεις τους επί της ουσίας, θα πρέπει να τους αφήσουμε να μιλήσουν χωρίς φόβο και με το πάθος της ακεραιότητας που τους επιβάλλουν τα εργαλεία που διαθέτουν, τα οποία και τους οδήγησαν στις θέσεις ευθύνης που κατέχουν: δηλαδή της επιστημονικής γνώσης αφενός και της γνώσης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου στον τομέα τους αφετέρου.
π.