Image

Περί του Ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας εν Κωνσταντινουπόλει, σε αντιδιαστολή με την “Αγιά Σοφιά” του Μελισσανίδη στη ΝΦ

Έχω ξαναγράψει σχετικά, είπα όμως πως χρήσιμο είναι να επανέλθω.

Κάποιοι, που δεν περιορίζονται στους περί τον Μελισσανίδη, έχουν παίξει και παίζουν με τα ιερά και τα όσια του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ένα απ’ αυτά τα ιερά και τα όσια είναι και ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας εν Κωνσταντινουπόλει – που δεν μπορεί βεβαίως να μετατρέπεται σε “Αγιά Σοφιά” ανώνυμης εταιρείας ποδοσφαιρικής, προκειμένου να αποκτήσει “μικρασιατικό” περικάλυμμα σχέδιο επιχειρηματικό βεβαίως, και όχι φυσικά σχέδιο για αθλητισμό, μικρασιατική μνήμη και πολιτισμό, όπως εμφανίζεται, προκειμένου να συγκινήσει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, κατοίκους της Νέας Φιλαδέλφειας ή και όχι.

Το δυστύχημα είναι πως με τα ιερά και τα όσια του Μικρασιατικού Ελληνισμού παίζουν και οι κορυφές της Εκκλησίας: ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο τοπικός Μητροπολίτης μας, ο Γαβριήλ· παίζουν όμως και οι περί τον Μητροπολίτη ΝΙΦ κινούμενοι τοπικοί πολιτευτές.

Προσωπικά αισθάνομαι, ως Μικρασιάτης την καταγωγή εκ πατρός και μητρός (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) βαριά την προσβολή – και τούτο διότι, μαθητής στην έκτη τάξη του 2ου Δημοτικού Σχολείου της Νέας Φιλαδέλφειας – Δάσκαλός μας ο Διευθυντής του σχολείου και δεινός σκακιστής κ. Λεόντιος Κεφαλάς – στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της “Πρωΐας” β’ έκδοση, Μάρτιος 1955, σελ. 2582-2583, είχα διαβάσει τα ακόλουθα που αναφέρονταν στον Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας εν Κωνσταντινουπόλει:

«Περίφημος Βυζαντινός ναός εν Κωνσταντινουπόλει, η μεγίστη και λαμπροτάτη εκκλησία του χριστιανικού Ελληνισμού, μετατραπείσα από της Αλώσεως (1453) εις μουσουλμανικόν τέμενος.

Ιδρύθη το πρώτον υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εγγύς των Ανακτόρων, ευθύς μετά την εις το Βυζάντιον μεταφοράν της πρωτευούσης, ενεκαινιάσθη δε μετά τον θάνατον αυτού το 360. Πυρποληθείσα, πιθανώς το 404, υπό του (πλήθους), εξεγερθέντος δια την εξορίαν του Χρυσοστόμου, ανωκωδομήθη υπό του Θεοδοσίου Β’ (415), μετά νέαν δε πυρπόλησιν διαρκούσης της Στάσεως του Νίκα επί Ιουστινιανού (532) επανιδρύθη υπό του Αυτοκράτορος τούτου επί νέου μεγαλοπρεπούς σχεδίου.

Το έργον ετέθη υπό την διεύθυνσιν των δύο περίφημων Αρχιτεκτόνων Ανθεμίου του Τραλλειανού και Ισιδώρου του Μιλησίου, εχόντων υπ’ αυτούς 100 μαΐστορας, ων έκαστος διηύθυνε 100 τεχνίτας. Ο θεμέλιος λίθος ετέθη την 23ην Φεβρουαρίου 532, τα δε εγκαίνια ετελέσθησαν την 27ην Δεκεμβρίου 537, οπότε ο Αυτοκράτωρ, έκθαμβος προ του υπερόχου κάλλους του ναού, ανεφώνησε το παροιμιώδες «Νενίκηκά σε Σολομών».

Μετά 20ετίαν κατέπεσεν εκ σεισμού ο τρούλλος, ον ανήγειρεν ο ανεψιός Ισιδώρου του Μιλησίου, Ισίδωρος ο νεώτερος, τελεσθέντων και δευτέρων εγκαινίων το 563.

Έκτοτε το κτίριον διετηρήθη ακέραιον, υποστάν μικράς μόνον μετατροπάς διαρκούσης της βυζαντινής περιόδου και της τουρκοκρατίας.

Ο ναός είναι τύπου «βασιλικής» μετά μεγαλοπρεπούς τρούλλου, έχων μέγιστον μήκος 78,16 μ. και πλάτος 71,82 μ., φωτίζεται δε υπό 180 παραθύρων, ων 40 ανοίγονται εις την στεφάνην του τρούλλου. Λαμπρός ιδία ήτο ο εσωτερικός διάκοσμος (δια πολυχρώμων μαρμαρίνων πλακών) αίτινες εκάλυπτον τους τοίχους και το δάπεδον, συμπληρούμενος υπό των μαρμαρίνων επίσης (πράσινων, πορφυρών και λευκών) κιόνων, επιστεφομένων δι’ ακανθοσχήμων κιονοκράνων. Τον όλον διάκοσμον συνεπλήρουν περίφημα μωσαϊκά, άτινα ατυχώς μετά την Άλωσιν επεκαλύφθησαν υπό των μουσουλμάνων δια παχέος στρώματος κονιάματος. Και εξωτερικώς ο ναός έχει κατά πολύ παραμορφωθή σήμερον υπό νεωτέρων τουρκικών προσθηκών (μιναρέδων, αντιστηριγμάτων κλπ.)»

Κώστας Π. Παντελόγλου