Καταχωρώ σήμερα το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – χτες καταχώρησα πάλι εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, το πρώτο μέρος.
“Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας ανεδείχθησαν οι Ευρυτάνες ενθουσιώδεις και αδάμαστοι πρωταγωνισταί εν πάσι τοις προεπαναστατικοίς κινήμασιν. Δεόντως εξαίρεται η δράσις του περιφήμου Χορμόπουλου, αρματωλού των Αγράφων, και του ηρωϊκού Λιβίνη, αρματωλού του Καρπενησίου. Εν μέσω των δεινών, άτινα υφίσταντο οι απλοί και γενναίοι εκείνοι κάτοικοι της ορεινής Ευρυτανίας υπό το πέλμα των Τούρκων, ουδέποτε εξέλιπεν εκ της ευγενούς αυτών ψυχής ο ένθερμος πόθος προς ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Εν τω ιερώ αγώνι της Επαναστάσεως κατά των Τούρκων έδρασαν μεταξύ των πρώτων οι Ευρυτάνες. Περίφημοι είναι οι “κλέφτες” της Ευρυτανίας, οι Κατσαντωναίοι και άλλοι, ων το επαναστατικόν έργον σπουδαίως ενισχύετο υπό των φλογερών κηρυγμάτων του Κοσμά του Αιτωλού, όστις αδιακόπως παρώτρυνε τον λαόν εις έργα φιλαλληλίας και αγάπης και θερμώς συνέβαλλεν εις τόνωσιν του φρονήματος των υποδούλων, εις ίδρυσιν σχολείων και ούτω καθεξής. Εν συνεχεία παρέχει ημίν ο συγγραφεύς εν όψει πάσης της οικείας βιβλιογραφίας και των πορισμάτων επιτοπίων ερευνών ακριβή κατά το μάλλον ή ήττον εικόνα της διοικητικής διαιρέσεως της Ευρυτανίας επί Τουρκοκρατίας και πλήρη πίνακα των χωρίων αυτής. Μετά πολλής εναργείας περιγράφει ο κ. Βασιλείου τα δεινοπαθήματα των Ευρυτάνων κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Εν συνεχεία ποιείται εκτενή λόγον περί της εν Ευρυτανία διαδόσεως της χριστιανικής θρησκείας, περί των εν αυτή ιδρυθεισών εκκλησιών και περί του βίου και της πνευματικής εν τω λαώ δράσεως του κατωτέρου κλήρου. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, ο ιερεύς ήτο ο “άγνωστος στρατιώτης” εν τω υπέρ “πίστεως” και “πατρίδος” αγώνι. Τα μοναστήρια μετά των μοναχών αυτών ήσαν παραλλήλων τα σπουδαιότερα κέντρα εθνικής, κοινωνικής και πνευματικής δράσεως. Ο συγγραφεύς ελέγχει επί του προκειμένου το λυπηρόν φαινόμενον ότι τινά των μοναστηρίων τούτων, ως της Τατάρνας, της Σάϊκας και του Μπρουσού, είχον αποκτήσει τεραστίας εκτάσεις γης και ισχυρά προνόμια επί ζημία του πτωχού και πάσχοντος λαού των υποδούλων. Εκτενής και ακριβής είναι εν συνεχεία η περιγραφή πάντων των μοναστηρίων της Ευρυτανίας, λειτουργούντων και μη, του Μπρουσού, της Τατάρνας, του Σωτήρος, του Προδρόμου, Παναγίας της Πελεκητής, της Σπινάσας, της Σάϊκας, της Γούβας, των Βρογγιανών, του Τροβάτου, της Γρανίτσας, της Φουρνάς, της Βράχας, της Αγίας Τριάδος, της Μούχας, κλπ. Ωραίαι φωτογραφίαι των μοναστηρίων και των τοιχογραφιών αυτών καθιστώσι ζωηροτέραν και εναργεστέραν την περιγραφήν αυτών. Εν συνεχεία παρέχει ημίν ο συγγραφεύς την ιστορίαν των περιφήμων σχολών των Αγράφων επί Τουρκοκρατίας, της σχολής του Καρπενησίου, της Γούβας, της Φουρνάς, του Μπρουσού, της Αγίας Τριάδος, της Τατάρνας, της Ρεντίνας και δι’ αδρών γραμμών διαπτύσσει προ των οφθαλμών του αναγνώστου την προσωπικότητα του Ευγενίου Γιαννούλη, του Αναστασίου Γορδίου και του Θεοφάνους, των διαπρεπεστέρων δηλαδή εν ταις σχολαίς ταύταις διδασκάλων.
Εν τω δευτέρω μέρει της εργασίας αυτού παρέχει ο κ. Βασιλείου την ιστορίαν της “Επισκοπής Λίτζας και Αγράφων”.
Εν τω πρώτω κεφαλαίω του μέρους τούτου γίνεται λόγος περί της συστάσεως της Επισκοπής. Η Επισκοπή αύτη κατά τους βυζαντινούς χρόνους και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας υπήγετο τη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Λαρίσης, τω 1833 όμως εγένετο ανεξάρτητος υπό το όνομα: “Επισκοπή Καλλιδρόμης”. Εν όψει της οικείας πλουσιωτάτης βιβλιογραφίας και μετ’ εμβριθή και επιστημονικώτατον έλεγχον των πηγών, παρέχει ημίν ο συγγραφεύς προοδευτικώς την ιστορίαν της Επισκοπής ταύτης.
Εν τω δευτέρω κεφαλαίω γίνεται λόγος περί της ονομασίας της Επισκοπής. Μετά πολλής προσοχής διεξάγει ο συγγραφεύς ενταύθα ετυμολογικόν έλεγχον του ονόματος, ον συνεχίζει και εν τω τρίτω κεφαλαίω του μέρους τούτου. Το πόρισμα του συγγραφέως, όπερ ούτος συνάγει μετά μακράν και δυσχερή πορείαν δια μέσου πολυαρίθμων πηγών αντιμαχομένων πολλάκις αλλήλαις, είναι, ότι η λέξις: “Λιτζά” είναι τουρκική λέξις δηλούσα θερμά λουτρά, πηγήν φυσικού ιαματικού ύδατος. Τοιαύτα θερμά λουτρά ήσαν εν Αγράφοις τα λουτρά Σμοκόβου.
Εν τω τετάρτω κεφαλαίω ποιείται λόγον ο κ. Βασιλείου περί των ορίων, της μετονομασίας και της έδρας της Επισκοπής. Πολλαί ήσαν αι έδραι της Επισκοπής ταύτης, όμως από των αρχών του 16ου αιώνος και εξής μόνιμος έδρα ταύτης ήτο το Καρπενήσιον. Μετά την Απελευθέρωσιν η Επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων μετωνομάσθη εις Επισκοπήν Καλλιδρόμης, ης έδρα ήτο το Καρπενήσιον. Καταργηθείσης τω 1952 της Επισκοπής Καλλιδρόμης υπήχθη η Ευρυτανία τω Μητροπολίτη Ναυπακτίας, τη Μητροπόλει “Ναυπακτίας και Ευρυτανίας”, ης έδρα ωρίσθη τον χειμώνα μεν η Ναύπακτος, το θέρος δε το Καρπενήσιον. Βραδύτερον μόνιμος έδρα της Επισκοπής ταύτης μέχρι σήμερον ωρίσθη η Ναύπακτος.
Εν τω πέμπτω κεφαλαίω γίενται λόγος περί της δράσεως των Επισκόπων της Επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων. Δια της επαγωγής παντοειδών εγγράφων μαρτυρίων βεβαιούται εκτενώς η αμείωτος μέριμνα των Επισκόπων τούτων υπέρ της οικονομικής και πνευματικής προόδου του ποιμνίου αυτών. Το ωραίον έργον των Επισκόπων τούτων θεωρεί ο κ. Βασιλείου άξιον πολλού επαίνου επί τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον ούτοι ώφειλον, όπως συνεχή εκάστοτε αγώνα διεξάγωσιν εναντίον μυρίων αντιξοοτήτων, εναντίον των απαιτήσεων του Κατακτητού, των επεμβάσεων του Πατριάρχου ή του αρμοδίου Μητροπολίτου, των ισχυρών του τόπου και ου΄τω καθεξής. Ουχί άμοιρος ακανθών ήτο ο Επισκοπικός Θρόνος των Αγράφων. Ο συγγραφεύς προφρόνως ποιείται μνείαν του γεγονότος ότι πολλοί Επίσκοποι, πολλοί ιερείς και μοναχοί των Αγράφων ανεδείχθησαν δια της πνευματικής και κοινωνικής αυτών δράσεως “άξιοι” της πατρίδος.
Εν τω τρίτω μέρει της εργασίας αυτού παρέχει ο κ. Βασιλείου τα ονόματα των Επισκόπων Λιτζάς και Αγράφων από του 1518 μέχρι σήμερον μετά λεπτομερούς περιγραφής του βίου και της δράσεως αυτών. Είναι οι Επίσκοποι ούτοι εν συνόλω 26 μεν επί Τουρκοκρατίας, 7 δε από του 1852 και εξής μέχρι σήμερον. Μετά πλουσίων πληροφοριών, βιβλιογραφικών σημειώσεων και αρχαίων κειμένων συγκροτεί ο κ. Βασιλείου την έκθεσιν αυτού περί του βίου και της ποιμαντορικής και κοινωνικής δράσεως των Επισκόπων τούτων· λίαν επαγωγόν και μεστόν λογοτεχνικής χάριτος είναι το ύφος του συγγραφέως. Δεσμεύει ο κ. Βασιλείου τον αναγνώστην δια των βιογραφικών αυτού πληροφοριών και δια της εναργώς διαφαινομένης σπουδής αυτού, όπως κατόπιν επεξεργασίας του εκτενεστάτου όντως βιβλιογραφικού υλικού παράσχη … αντικειμενικώς πλήρη και αθόλωτον την αλήθειαν των ιστορικών γεγονότων. Δια των βιογραφικών τούτων ερευνών και πορισμάτων του κ. Βασιλείου εν μεγάλη εκτάσει διαφωτίζεται η ιστορία της Ευρυτανίας ή τε πολιτική και η κοινωνική και οικονομική και δη εν χρόνοις ταραχής, συγχύσεως και σκότους; ου ένεκα δυσχερεστάτη είναι η προοδευτική εν αυτοίς ανέλιξις του μίτου της ιστορικής των γεγονότων σχέσεως και διαδοχής. Ο κ. Βασιλείου επετέλεσεν επί του προκειμένου αξιοθαύμαστον όντως άθλον και ούτως ανεδείχθη και αυτός “άξιος” της πολυπαθούς μεν, αλλά ενδόξου πάντοτε, ιδιαιτέρας ημών πατρίδος.
Εν τω τετάρτω μέρει της εργασίας αυτού παρέχει ο κ. Βασιλείου συμπληρώσεις, πίνακας των εικόνων εκκλησιών, μοναστηρίων, τοιχογραφιών, χωρίων, τοπίων, προσώπων και ούτω καθεξής, αίτινες πλουσίως κοσμούσι το ωραίον βιβλίον, πίνακα ονομάτων και πραγμάτων, φωτοτυπίας εγγράφων και πίνακα τέλος περιεχομένων. Ούτω το έργον πληροί λαμπρώς πάσας τας επιστημονικάς αξιώσεις και θαρρούντως διεκδικεί την οφειλομένην αυτώ θέσιν προτεραιότητος εν τη περιοχή της ερεύνης του ιστορικού βίου της Ευρυτανίας και του λαού αυτής”.
Μένει τώρα να σημειώσω ότι όσα χτες και σήμερα καταχώρησα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” έχουν δημοσιευθεί στα “Σύγχρονα Θέματα” (Τεύχος 3, Ιανουάριος Φεβρουάριος 1963, Σελ. 365-367) – και να προσθέσω ότι για τον Κωνσταντίνο Ι. Μερεντίτη θα επανέλθω στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”.
Κώστας Π. Παντελόγλου